1.07.2013

Δ.Λιαντίνης "Homo Educandus (Φιλοσοφία της Αγωγής)"

Φυσική αγωγή. Τρία είναι τα σημεία στα οποία μπορεί να συνοψιστεί το πνευματικό περίγραμμα και η μοναδικότητα του ύφους των ελλήνων της προσωκρατικής εποχής.
Το πρώτο είναι η έλξη και η προσήλωσή τους στη μελέτη της φύσης. Η σύλληψη των γενικών ιδεών που διατυπώθηκαν σε γνώμες, και μας περισώθηκαν σαν αποσπάσματα από τη μία, και ο τρόπος με τον οποίο έζησαν από την άλλη, ορμήθηκαν και μορφώθηκαν από ένα μονάχα υπόδειγμα: από τη φύση. Η φύση υπήρξε ο πνευματικός αυτουργός και ο σύμβουλος για τους Προσωκρατικούς. Έξω από τη φύση οι στοχαστές αυτοί δεν γνωρίζουν άλλο καθηγητή 

Ουδείς δε αυτού καθηγήσατο,
αναφέρει για το Θαλή ο Διογένης ο Λαέρτιος.
Το δεύτερο είναι η συμπροσπέλαση στο αυτό της μικροκοσμικής και της μακροκοσμικής σύστασης του κόσμου. Αιτία για την επισήμανση και την κατανόηση, σε όλο το τεράστιο φάσμα των συνεπειών του, αυτού του στίγματος της ισορροπίας, αυτού του σημείου της ευκρασίας και της μεσότητας των κοσμικών εναντιοτήτων, υπήρξε η παρθενική – κόρες και κούροι είναι τα απεργάσματα της γλυπτικής της εποχής εκείνης – η αβίαστη, η καθαρή και ξένη στην όποια σκοπιμότητα όραση με την οποία αντίκρυσαν τη φύση.
Ο κόσμος για τους Προσωκρατικούς δεν αποτελείται από την ατελεύτητη ομοιομορφία των φυσικών μονισμών. Ούτε δηλαδή από τους αστέρες-γίγαντες μόνο, ούτε από τα στοιχεία της ύλης αποκλειστικά. Αντίθετα, ο σφυγμός του μυστηρίου του, το θαύμα που τον ζωοποιεί, είναι η συγκατάβαση της οργής των ακροτήτων του σ’ ένα σημείο αρμονίας τόσο βαθειάς, ώστε ο άνθρωπος ζει μέσα της χωρίς να χρειάζεται να τη νοιώθει.
Ο εσμός των πραγμάτων και των δράσεων, που συμπλέκεται με το ρεύμα της ζωής του καθενός και συμπροπέμπει την υπαρκτική μας πορεία, δεν είναι ούτε οι αστέρες ούτε τα στοιχεία, ούτε τα δεκαοχτώ εκατομμύρια βαθμοί Κελσίου στον ήλιο, ούτε η ταχύτητα της κίνησης του δέντρου που μεγαλώνει, ούτε οι κοσμικές ταχύτητες των υψηλών τάξεων.
 Αντίθετα, είναι οι συνάνθρωποί μας, τα ζώα, τα δέντρα, το νερό στην ακτή ή στο ποτήρι, και η θαλπωρή του τζακιού. Το πολύ πολύ να μιλήσουμε για μια απόσταση ημεροδρόμων από το Μαραθώνα ως την Αθήνα. Ακόμη και τα μεγάλα μεγέθη του κόσμου οφείλουν να συμπροσπέφτουν στα μέτρα μας. Εάν ο Νείλος ήταν Ηριδανός, δεν θα κυλούσε στην Αφρική αλλά στον ουρανό του Νότου.
Επισημαίνοντας έτσι οι Προσωκρατικοί ότι ο σφυγμός του κόσμου βρίσκεται στο σημείο μεσότητας των συστατικών του όρων, οδηγήθηκαν μ’ ένα τρόπο εκπληκτικά φυσικό στη σύλληψη και στην περιγραφή των βασικών οντολογικών όρων, που αποτελούν έκτοτε τα αιώνια προβλήματα  της φιλοσοφίας και των επιστημών. Έτσι ξεπήδησαν οι έννοιες μηδέν και είναι, νοείν και μη-νοείν, γίγνεσθαι και είναι, στάση και φιλία, αδικία και τίση, εξέλιξη και σταθερότητα, δημοκρατία και ολιγαρχία, κλπ.
Εφόσον η φύση μπορεί να συγ-χωρεί στο αυτό το μέγεθος του μύκητα και το μέγεθος του ελέφαντα, υπάρχει τρόπος για τον άνθρωπο να την ακολουθήσει με πιστότητα, και εκεί που φαίνεται πως θα χρειαστεί να θερίσει τα σπαρτά του Ληλάντιου πεδίου με το ψαλίδι, και εκεί που φαίνεται πως θα υποχρεωθεί να περάσει το νερό του Σπερχειού από την τρύπα της βελόνας.
 Το δρεπάνι που θερίζει τις σταχοφόρες απανωσιές του Βαν Γκογκ ή το μασούρι της φτερωτής που κίνησε αιώνες το νερόμυλο, είναι έργα πιστοποιητικά της δυνατότητας του ανθρώπου να συντονίζει την πράξη του με τον ειρμό, πάνω στον οποίο ισορροπούν οι ακραίες ετερότητες του κόσμου.
Το τρίτο είναι η σοφή τους επίνοια να αναγνωρίσουν στους νόμους της φύσης το ρόλο των συμβόλων σήμανσης για τις ανθρώπινες πράξεις. Να υψώσουν δηλαδή τη σύνταξη του κόσμου, με την όλη ιεραρχία του κανονιστικού της καταμερισμού, στη μήτρα των προτύπων που όφειλε να δώσει το πλαίσιο της συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Οι Προσωκρατικοί κατανόησαν ότι αυτός ήταν ο αφεύγατος δρόμος, αν ήταν για να είναι το πλαίσιο αυτό να είναι αυθεντικό. Αν ήταν δηλαδή, για να το κοσμήσει η διάρκεια και η στερεότητα του μονίμου. Του μονίμου όχι με την έννοια του αιώνιου – αιώνιο στη φύση, εκτός από την ίδια τη φύση, δεν υπάρχει, αφού και οι ήλιοι της γεννιούνται και πεθαίνουν – αλλά του πολυχρόνιου.
Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εφόσον οι ηθικές αλήθειες θα είχαν ξεπηδήσει από τις υποδείξεις της αλήθειας εκείνης που στηρίζει την οικονομία και την αϊδιότητα του κόσμου!
Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η διαφορά του προσωκρατικού στοχασμού από τις ανάλογες απόπειρες που έγιναν ύστερα, στο χώρο της φιλοσοφίας, της επιστήμης και των θρησκειών, να προχωρήσει ο άνθρωπος σε ενιαίες κοσμοθεωρητικές συλλήψεις, για να στηρίξει επάνω τους καθολικά ηθικά συστήματα.
Ο στοχασμός των Προσωκρατικών δε γινόταν να γίνει σύστημα, ούτε θρησκεία. Στο σημείο μάλιστα αυτό πρέπει να έκαμε ο Πλάτων το λάθος. Γιατί, ενώ ο Πλάτων ήταν ο πρώτος – και ο μόνος και ο έσχατος – που διάβασε βαθύτερα απ’ όλους τη φυσική όραση των Προσωκρατικών, ήταν και ο πρώτος – και ο μόνος όπως δεν θα όφειλε – που προχώρησε στο μη περαιτέρω: στο μοιραίο βήμα του τέλους.
Από τα αδαμαντωρυχεία των Προσωκρατικών δηλαδή, κατασκεύασε το βασιλικό στέμμα της φιλοσοφίας του: το ενσυνείδητο και σκόπιμο σύστημά του.
Φαίνεται σα να ξέφυγε του Πλάτωνα πως ο στοχασμός των Προσωκρατικών είναι ελεύθερος σαν τους ανέμους, και άπιστος σαν τη θάλασσα, και άπειρος σαν το άπειρο, και άπιαστος σαν το κενό, και αδάμαστος σαν τον κεραυνό και τα ηφαίστεια. Τα ονόματα Αναξιμένης, Θαλής, Αναξίμανδρος, Λεύκιππος, Εμπεδοκλής, Ηράκλειτος συνιστούν παραπομπές και νεύματα στα φυσικά στοιχεία: στον αέρα, στο νερό, στο άπειρο, στο κενό, στην Αίτνα, στη φωτιά.
 Όλες οι μετά τους Προσωκρατικούς επιγονικές εξάρσεις του ανθρώπινου νου μπορεί να προέβλεψαν και να συνέλαβαν τα πάντα στην εντέλεια. Τους έλειψε όμως το αναγκαίο ένα. Το
πρώτον κινούν
θα έλεγα ελληνικά. Η κατανόηση δηλαδή, της ανάγκης για την απορροή των ηθικών τύπων από τα φυσικά πρότυπα, για την κατασκευή της ανθρώπινης πανοπλίας στα χυτήρια του φυσικού μετάλλου, για την ομολογία της γνώσης του ανθρώπου στην αλήθεια της φύσης, για την εξίσωση intellectus et rei στα πεδία των πράξεων.
Είναι σίγουρο πως η διάκριση του στοχασμού των Προσωκρατικών από τις ανάλογες υστερινές απόπειρες δεν θα λάβαινε την απόσταση της υπεροχής που έλαβε, αν περιοριζόταν στο θεωρητικό επίπεδο. Το κλειδί του μυστικού δεν είναι έργο της γνώσης, αλλά της βούλησης.
Επιβάλλεται δηλαδή να τονιστεί η εξαιρετική ανδρεία που χρειάστηκε, ώστε το άψυχο μίμημα: φυσικός αρχέτυπος-ηθικός τύπος, να σαρκωθεί από την ανθρώπινη πράξη και να ζωντανέψει.
Η φύση είναι οριακά τέλεια, γιατί είναι οριακά σκληρή. Ποτέ σκορπιός ή ασπίδα δεν χτύπησαν άνθρωπο με τη σκληρότητα που τον χτυπά η φύση. Ακόμη και η θηριωδία του κατ’ εξοχήν αιμοβόρου ζώου της φύσης, του πελματοβάμονος ανθρώπου –  
όφεις και γεννήματα εχιδνών
αποκάλεσε ο Χριστός τους ανθρώπους, όταν κύτταξε αυτήν την πλευρά τους – ωχριά μπροστά στην αναλγησία της φύσης.
            Η απλοϊκή πρόταση, που έφτασε ως τη δική μας ηθική σαν παροιμία, ότι δηλαδή
η αλήθεια είναι πικρή,
απηχώντας κάποια πανάρχαιη ανθρώπινη βίωση, θυμίζει εκείνα τα πέτρινα τσεκούρια που ξέπεσαν στα μουσεία μας από τις εποχές του ανθρώπου των σπηλαίων. Του pithecanthrophus erectus, του homo pekinensis και του homo neanderthalis.
Οι Προσωκρατικοί αποδέχτηκαν τη σκληρότητα που κρύβει η φύση με τόση καρτερία, με όση οξύνοια κατανόησαν την αλήθεια που συνέχει αυτή τη σκληρότητα. Την ομορφιά και την αίγλη του στοχασμού τους την έδωκε η νίκη της ανθρώπινης βούλησης επάνω στον ανθρώπινο φόβο.
Γι’ αυτό και τους βλέπουμε να πεθαίνουν οι περισσότεροι μ’έναν ηρωισμό θεληματικό: ο ένας, σαν Αγρίμης στα βουνά, να καταξεσκίζεται από τα σκυλιά, ο άλλος να δαγκώνει τη γλώσσα του, να την κόβει, και να τη φτύνει καταπρόσωπα στον τύραννο της πόλης του, ο άλλος φορώντας τα χάλκινα πέδιλα να πηδάει στη λάβα της Αίτνας.
Αντίθετα, εκείνο που έδωκε τον κίβδηλο χαρακτήρα σε όλα τα μετά τους Προσωκρατικούς συστήματα, ήταν η νίκη του ανθρώπινου φόβου επάνω στην ανθρώπινη βούληση.
Ο προσωκρατικός αιώνας είναι η αψηλότερη στιγμή της ανθρώπινης συνείδησης.
Τα διανοήματα και τα έργα του ανθρώπου πριν και μετά τον προσωκρατικό αιώνα έχουν λάβει διάταξη στην ανωφέρεια και στην κατωφέρεια των οροσειρών που επιστεγάζουνται από αυτήν την κορυφή.
Αν σήμερα πιστεύεται ότι ο άνθρωπος στις μετά τον προσωκρατικό αιώνα εποχές ξεπέρασε εκείνο το ύψος, αυτή η απατηλή πίστη οφείλεται σε δύο αιτίες.
Πρώτα, γιατί έρχεται στον άνθρωπο εύκολο να γλιστρά, και δύσκολο ν’ αναρριχιέται στον ίλιγγο αυτής της πέτρας. Και ύστερα, γιατί χαμένη η κορυφή αυτή στην συναστεριά των αστραπών και των καταιγίδων, φαίνεται σα να μην υπάρχει, και σα να μην την πάτησαν άνθρωποι ποτέ.
Εάν είναι, υπερβαίνοντας ο άνθρωπος στο μέλλον τη σύγχρονη κρίση του, να ξαναφτάσει ψηλά, αναγκαία θα ανεβεί και θα σταθεί – με μια πείρα διαφορετική μόνο – στην ίδια κορυφή.
Λέγοντας ο Νίτσε τον περασμένο αιώνα ότι το μέλλον της ανθρωπότητας εξαρτάται από το να μην πεθάνει το τραγικό αίσθημα, εννοούσε αυτό ακριβώς.
Γιατί όλα όσα έδωκε ο προσωκρατικός αιώνας ημπορούν να συμφορηθούν στην εκβολή ενός πράγματος: του τραγικού αισθήματος.
 Από την εποχή του προσωκρατικού έλληνα η φιλοσοφία, με όλη τη χορεία των πνευματικών επιστημών, δεν έχει προχωρήσει στη διατύπωση νέων λόγων. Στην πραγματικότητα αρκέστηκε να αναμασά τις αλήθειες εκείνες, που μοιάζουν με κομμάτια φλόγες αποσπασμένα από τα έμπυρα μετέωρα του θεού:
                                    Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
                                    Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.
Και το χειρότερο είναι που επικάλυψε και παραποίησε μέσα στη λήθη της ανίας και της στείρας επανάληψης εκείνους τους αρχαϊκούς λόγους.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο και πώς, σ’ένα ύφος περίτεχνης και απολεσμένης μέσα στην ομίχλη των λεπτομερειών δημοσιογραφίας, ο πολύς στις ημέρες μας Καρλ Πόππερ παραποιεί, διαστρέφει, και σκυλεύει τον Ηράκλειτο.
Η άποψη που πριν από δυόμισι περίπου αιώνες διατύπωσε ο Λάιμπνιτς ότι η φιλοσοφία πρέπει να προσανατολιστεί στην κατεύθυνση τού να εκφράζεται στη λιτή και αναγκαία γλώσσα των φυσικών επιστημών, σε μια 
lingua adamica
όπως την ονομάζει, νομίζω ότι υλοποιείται σωστά, εάν ερμηνευτεί σαν προτροπή επιστροφής στη μελέτη των γεωμετρικών προτάσεων των Προσωκρατικών, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα πνευματικά αντικρύσματα των φυσικών νόμων.
--------------------------------------------------------------------------------------
Αδικία και Τίση. Είκοσι τρεις λέξεις απόμειναν από τα γραπτά του Αναξίμανδρου. Λιγότερες από τις ώρες της μέρας. Δεν ξέρουμε αν ο χρόνος στάθηκε με δικαιοσύνη πάνω από το έργο αυτού του εξαιρετικού ανθρώπου. Εάν θά ‘πρεπε ή όχι περισσότερα λόγια του να περάσουν τον ποταμό της λήθης και να σωθούν.
 Εκείνο που ξέρουμε είναι πως ο Αναξίμανδρος μίλησε για τη δικαιοσύνη του χρόνου μ’ ένα τρόπο που κανείς πριν απ’ αυτόν δεν υποψιάστηκε, και κανείς ύστερα από κείνον δεν μπόρεσε να ξεπεράσει.  Είναι κατά τούτο ο πρώτος νομοθέτης όχι μόνο σε πανανθρώπινη, αλλά και σε παγκόσμια βάση.
Η ιδέα του για τη δικαιοσύνη και την αδικία, πέρα από τα στενά όρια του ανθρώπου, περιχωρεί και τα απεριόριστα πεδία των πραγμάτων και των δράσεων. Και το εύρος της δικής μας ερμηνείας δεν πρόκειται να συμπέσει με το εύρος της δικής του σύλληψης, εάν, υπερβαίνοντας την κοσμική, δεν καλύψει και την οντική περιοχή. Ο Αναξίμανδρος ατένισε την ιδέα της δικαιοσύνης του σύμπαντος.
Μέσα από τις ελάχιστες λέξεις των πέντε αποσπασμάτων του μπορούμε να αναστυλώσουμε την εικόνα μιας αποίητης και απαραποίητης Θέμιδας, που πληρώνει το χώρο και αποληθαργεί το χρόνο.
Για να κατανοήσουμε σωστά τη διδασκαλία του για την αδικία και την πληρωμή, και να μπορέσουμε ακολούθως να εκτιμήσουμε από την άποψη της αγωγής την απόσταση ανάμεσα στον ανθρωπολογικό τύπο που υποδεικνύει η θεωρία αυτή και στον τύπο που απεργάζεται η σύγχρονη αγωγή, πρέπει να εντάξουμε το όλο σύστημα της στοχαστικής του διόδευσης μέσα στο γενικό πλαίσιο του πνεύματος των Προσωκρατικών.
Το κοίτασμα δηλαδή της αφορμητικής στιγμής του εντοπίζεται στην ιδέα του μηδενός και του είναι, όπως την συνέλαβε ο Παρμενίδης.
Είδαμε πώς ο Ηράκλειτος, κάνοντας το πρώτο άλμα, προώθησε τη σύλληψη αυτή στην ιδέα της σταθερότητας και της μεταβολής, και πώς ο Εμπεδοκλής, κάνοντας το δεύτερο άλμα, έφτασε στην ιδέα της φιλίας και της στάσης.
Ο Αναξίμανδρος μ’ ένα τρίτο άλμα ολοκληρώνει τον κύκλο δένοντας τον κρίκο του τέλους με τον κρίκο της αρχής. Η τροχιά της κίνησης που άρχισε από το ακρότατο σημείο του όντος και, διατρέχοντας την κοσμολογική και τη φυσική περιοχή, κατάληξε στην πρόδηλη μερικότητα του ανθρώπου, με το γιγάντιο τάνυσμα του Αναξίμανδρου υψώθηκε πάλι στο ον.
Το καινούργιο στοιχείο που αφήνει ο Αναξίμανδρος να ανιχνευθεί στο ρεύμα του παγκόσμιου κύκλου είναι η έννοια της δικαιοσύνης μ’ έναν τρόπο ανθρώπινα κατανοήσιμο.
Το κοσμικό γεγονός και το κοσμικό δράμα, μας λέει, είναι το πλουμιστό υφάδι του σύμπαντος που υφαίνεται στον αργαλειό της αδικίας και ξυφαίνεται αδιάκοπα από τον αργαλειό της ανταπόδοσης.
Οι νόμοι της φύσης και η λειτουργική των φαινομένων είναι τα ακατασκεύαστα ρείθρα που συγκρατούν και προπέμπουν το αφρισμένο αλαλητό των όντων, καθώς ο λόγος του σφρίγους και της ευδοκίας τους τα προάγει σ’ ένα τέλος αυθαιρεσίας και μέθης.
Η ποικιλία των πραγμάτων με όλο το κατάπληκτο πλέγμα της ζωντανής αλληλουχίας τους είναι οι ορδές των κληρωτών και των επιταγμένων που στρατολογήθηκαν για μια παγκόσμια εκστρατεία θριάμβου προορισμένη, μετά την τροπαιοφόρα καμπή της, να υποτάσσεται στη δικαιοσύνη της ήττας της.
Για να προσεγγίσουμε την έννοια αυτής της ευνομίας πρέπει να θεωρήσουμε τα πράγματα με αναστραμμένη την προοπτική της ηθικής μας συνήθειας.
Τη δικαιοσύνη δηλαδή, πρέπει να την αντικρύσουμε σαν εγκόσμια τάξη, και να την αναζητήσουμε στα μέρη που ξεσυνηθίσαμε να φανταζόμαστε πως υπάρχει.
Θα δεχτούμε τότε ότι αδικεί ο χειμώνας όταν μαργώνει τα δέντρα, ξεκάνει τα ζωύφια, απωθεί τα αγρίμια στις κώχες και ετοιμάζει στους σπόρους τον ενταφιασμό και τη σήψη.
Ότι από την άλλη μεριά, αδικεί το θέρος όταν παραδίνει τις πέτρες στον πυρετό, σωρεύει πατωσιές τον κουρνιαχτό, στερεύει τα ρέματα, μάχεται τα σύννεφα, σπέρνει στον αέρα το πνίγος, και αναγκάζει το μεστωμένο σώμα της νύχτας να αποσαρκώνεται και να λιγνεύει.
Με παρόμοιο τρόπο ότι η στιγμή της ακμής του λουλουδιού συνιστά μια πράξη ύβρης, ότι το μήλο που κοκκινίζει στην άκρη του κλώνου έχει εισέλθει στο στάδιο μιας κολάσιμης υπερβολής, ότι το περιβόλι που πρασινίζει αδικεί την ξερολιθιά. Και ακόμη ότι η στέγνια και η γύμνια της Σαχάρας είναι έγκριτη, μόνο επειδή υπάρχουν οι απέραντες πεδιάδες της Κρακοβίας.
Συνοψίζοντας σε μια τέτοια γραμμή το νόημα των παρατηρήσεων που μπορεί να γίνουν με βάση το σχέδιο της φύσης και την οικονομία της ζωής, καταλήγουμε στο πνεύμα ενός αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο τα πράγματα συμμορφώνουν το δραστικό τους λόγο στην πειθώ μιας ενιαίας πορείας με αντίδρομη φορά.
 Ο ένας δρόμος συμπροπέμπει τα όντα στην ορμή της πλήρωσης και της ανόδου. Πλειοδοτεί την κατάφαση, ενθαρρύνει τον πλούτο, ευνοεί τη γονιμάδα, κατανεύει σταθερά το ναι και το αμήν.
Είναι ο δρόμος της γέννησης, της ακμής, του θάλους, του πόρου, της κυριαρχίας, της χαράς, της διάχυτης υπεροχής.
Στην πορεία αυτή υπάρχει ένα ακρότατο σημείο, που η ορμή των όντων θα το υπερβεί φυσιολογικά και αβίαστα. Χωρίς δηλαδή υστεροβουλία και πρόθεση, χωρίς κακότητα, περιφρονημό και θράσος. Επειδή η στιγμή αυτή της έξαρσης, της αναπότρεπτης υπερβολής και της φυσικής τελείωσης είναι νόμιμη και κοσμικά διατεταγμένη.
Αλλά τη στιγμή αυτή – κι εδώ βρίσκεται το παράξενο του κόσμου – που η φορά του ρυθμού τους, ανεβάζει τα όντα στην ακμή, τη στιγμή της άκρας επίτασης που τα ίδια τα όντα θα θέλανε να της φωνάξουν εκείνο το 
Σταμάτα λοιπόν! είσαι τόσο ωραία 
του ανικητονικημένου Φάουστ, έχει κιόλας σημάνει η επίσημη είσοδος στη γη της αδικίας. Η ζαριά της ανταπόδοσης έχει ριχτεί, η απόφαση της τιμωρίας είναι πια υπογραμμένη.
 Δεν είναι ανεξήγητο, νομίζω, γιατί αυτή τη στιγμή του ανθρώπου οι έλληνες πίστευαν ότι υπάρχει κίνδυνος να την φθονήσουν οι θεοί:
Εμοί δε αι σαι μεγάλαι ευτυχίαι ουκ αρέσκουσι,
επισταμένω το θείον ως έστι φθονερόν.
Έτσι τα όντα εισέρχονται στον άλλο δρόμο του Αναξίμανδρου, όπου το γενικό πρόσταγμα ανατίθεται στις δυνάμεις της άρνησης.
 Η φθορά και η πτώση, ο μαρασμός και η συρρίκνωση, η καταφορά, η ατονία, η φυγή και η κατάλυση, η ελάττωση και ο σωριασμός, η παρέλευση, η εγκατάλειψη και η τύψη, ο αφανισμός και η μεγάλη Λήθη ανεβαίνουν σταθερά στο φως, αναλαβαίνουν εορταστικά την αρχή, και υπηρετούν με πίστη τη θητεία τους.
Τότε σβήνεται η πυρκαγιά της ύβρης, πληρώνεται το χρέος στο μηδέν, κορέννυται το μένος της ανταπόδοσης, και ισοζυγιασμένοι οι βραχίονες της ισορροπίας δείχνουν πάλι τις ανεκτές τιμές της κοσμικής αποκατάστασης.Οπότε αρχίζει εκ νέου η δρομολόγηση των όντων, του καθενός ξεχωριστά, των ζευγών, των ομάδων και των συστημάτων ευρύτερα, και όλων μαζί, στον πρώτο δρόμο της ανόδου.
Ολόκληρη αυτή η διαλεκτική της αδικίας και της τίσης σημαίνει απλά:Θα φυλλομαδήσουν τα μπουμπούκια που άνοιξαν, θα σαπίσει ο καρπός που ευώδιασε, θα βουλιάξει στις ροές της νύχτας ο ήλιος του μεσημεριού, ο ωραίος Αγχίσης που άναψε τον πόθο στη θεά, θα γεράσει και θα ρημαχτεί, θα μαχαιρωθεί στο Καπιτώλιο ο Καίσαρ, οι βοριάδες θα πληρώσουν στη νηνεμία, το Αούστερλιτς θα γεννήσει την Αγία Ελένη του Ατλαντικού, οι πόλεμοι του Οκταβιανού θα κλείσουν την πύλη του ναού του πολέμου, ο μουζίκος θα κοιμηθεί στον κοιτώνα του τσάρου, εκείνος που τον τραγούδησαν δεν αμφιβάλλει πως θα τον κλάψουν. Και δεν θα πεθάνει, μόνον όποιος δεν εγεννήθηκε. Βέβαια δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς ότι η σύλληψη του Αναξίμανδρου για την αδικία και την πληρωμή, με τον τρόπο που εκτίθεται από τον ίδιο, έχει κοσμικό κυρίως και λιγότερο ηθικό νόημα.Κατά τούτο μοιάζει περισσότερο με τις ανάλογες οράσεις των άλλων Προσωκρατικών, όπως είναι η άνω και κάτω οδός του Ηράκλειτου, η φιλία και το νείκος του Εμπεδοκλή ή, εάν αποβλέψουμε στο ευρύτατο πλάτος της έννοιας, το μηδέν και το είναι του Παρμενίδη.
Και μοιάζει ακόμη περισσότερο, όταν αναλογιστούμε ότι ο δικαστής που προεδρεύει σε μια τέτοια Δίκη – σ’ ένα τέτοιο Prozess θα λέγαμε στη γλώσσα του Κάφκα – είναι ο χρόνος.Ένα στοιχείο δηλαδή, που στέκεται πολύ πιο μακρυά από την ανθρώπινη συλλογιστική και την ανθρώπινη κρίση, όπως αυτή παρουσιάζεται στο δικαστήριο της Ιστορίας, είτε σαν η σοφία του Σολομώντα, είτε σαν η Ηλιαία του 399 π.Χ., είτε σαν το Συνέδριο του Καϊάφα, είτε σαν ο Magnus Inquisitor της μαύρης Ισπανίας.Και η νομοθεσία σύμφωνα με την οποία δικάζει ο χρόνος είναι η τάξη των πραγμάτων. Ένα βιβλίο δηλαδή, που στέκεται επίσης πολύ πιο μακρυά από τις πλάκες του Μωυσή, τίς κύρβεις του Σόλωνα, ή τη ρωμαϊκή Δωδεκάδελτο.
Ο χώρος του δικαστηρίου είναι το άπειρο. Μια έννοια με την οποία ο Αναξίμανδρος απασχολεί τη σύγχρονη μακροφυσική όχι λιγότερο απ’ όσο απασχολεί τη σύγχρονη μικροφυσική ο Δημόκριτος με την έννοια του ατόμου. Ολόκληρο το απόσπασμα είναι το ακόλουθο:
Α... αρχήν... είρηκε των όντων το άπειρον... εξ ων δε η
γένεσις εστι τοις ούσι, και την φθοράν εις ταύτα γίγνεσθαι
κατά το χρεών, διδόναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις
της αδικίας κατά την του χρόνου τάξιν.
Είναι φανερό ότι η παράσταση της δικαιοσύνης του Αναξίμανδρου μπορεί να εφαρμοστεί στην περιοχή της ανθρώπινης πράξης, όταν ο άνθρωπος κατανοήσει ότι αποτελεί μικρογραφία του σύμπαντος.
Όσο περισσότερο μπορούμε να υπερβαίνουμε το περίγραμμα της ατομικής μας κατασκευής και να απλώνουμε την προσωπική μας ύπαρξη στην έκταση του κόσμου, τόσο περισσότερο πλησιάζουμε το λόγο της αναξιμάνδρειας δικαιοσύνης.
Τόσο, που στο τέρμα αυτής της ροπής θα βρίσκαμε την ταύτιση τού ενός υποκείμενου με τα πολλά αντικείμενα. Αδειάζοντας η ατομική μας λήθη, θα μας γέμιζε η φυσική αλήθεια. Ο άνθρωπος θα γινόταν ένα με τα δέντρα, με τα φύκια και με τα χρώματα. Στο στίχο
Λέω: να γίνει αληθινή σα δέντρο η ωραία Μυρτώ,
η λέξη ‘αληθινή’ είναι ό,τι για τα ζωντανά το μυστικό σημείο που τα κάνει ζωντανά.
Το δεύτερο στοιχείο που οικοδομεί τη δυσκολία, προκειμένου να εφαρμοστεί στα ανθρώπινα η δικαιοσύνη του Αναξίμανδρου, είναι η σφοδρή αντιδικία ανάμεσα στους δύο αυτουργούς του ανθρώπινου και του φυσικού δράματος. Ο ύπατος στην ανθρώπινη πράξη είναι η ελευθερία, ο ύπατος στη φυσική τάξη είναι η ανάγκη.
--------------------------------------------------------------------------------------
Το μηδέν και η ποίηση. Μέχρι τώρα η έρευνα του προβλήματος της παιδείας στην αρχαϊκή Ελλάδα έδειξε ότι η ανάδυση της αλήθειας μέσα από την ομίχλη της οντολογικής λήθης με τους χαρακτήρες μιας εικόνας πού είναι σταθερά πρωτεϊκή, άλλα που δεν γίνεται άφαντη ποτέ η ευγένεια της πράξης, εγγυημένη σε ρήτρες κοσμικές, σαν ορίζοντας και χωρομετρικός διατάκτης της συμπεριφοράς και της συμπόρευσης των ανθρώπων στην καθημερινή τους παλίρροια και τα νικηφόρα έργα στην περιοχή της ύλης και της μορφής, είτε όπως το τρόπαιο της αναμέτρησης του Μαραθώνα είτε όπως o Ηνίοχος του Πυθαγόρα στους Δελφούς, υπήρξε το δέντρο πού έδωκε ή αγωγή της ακμής. Ο κορμός του είναι ή αλήθεια, τα κλαδιά οι πράξεις, οι καρποί τα έργα.
Στην ρίζα του δέντρου τούτου ανιχνεύθηκε η βούληση του άνθρωπου πού τείνει σθεναρά και επίμονα να εμφιλοχωρήσει σ' ένα κοίτασμα δηλητηριώδους σύστασης και από κει να απομυζήσει τούς χυμούς πού, με τη σοφή διαδικασία της ανταλλαγής της ύλης, από φαρμάκι οφείλει να μεταστοιχειώσει σε φάρμακο.
(Το αιγυπτιακό φίδι, πού μέσα από το καλαθάκι με τα σύκα δάγκωσε την Κλεοπάτρα, κάτω από φρόνιμες και ιερατικές συνθήκες ήταν το λυγερό ερπετό πού συνόδευε στο ρυθμό τους τις χορεύτριες της 'Ίσιδας.)
Το έδαφος, δηλαδή, επάνω στο όποιο φυτρώνει το δέντρο της αγωγής της ακμής είναι το μηδέν. Ό άνθρωπος δεν φαίνεται δίκαιος αλλά είναι, όταν καρπωθεί το βίωμα πού οικονομεί και προστατεύει την ευγένεια στις βουλές και τις πράξεις του, αφού οργώσει με το νου τη βαθειά γη της απελπισίας και της ανάγκης:
βαθεΐαν άλοκα δια φρενός καρπούμενος,
έξ ής τα κεδνά βλαστάνει βουλεύματα.

' Η εικόνα είναι δώρο του Αισχύλου.
'Έξω και πέρα από την αδρή σκέψη πού την προσηλώνουν τα στιλπνά καρφιά της αλήθειας, την ευγενική πράξη που την συναρμολογεί το στερέωμα των φυσικών τύπων, και τα ανθεκτικά έργα ανοξείδωτα μέχρι σήμερα από την αμφισβήτηση πού συνοδεύει το μεταβλητικό ρυθμό της ιστορίας, τα σήματα πού στέλνουν στον άνθρωπο τα αχανή χάη του μηδενός βρήκαν και στην τέχνη την ανάλογη έκφραση τους.
Το βίωμα της απελπισίας και της ανάγκης ή εποχή της παιδαγωγικής ακμής το πέρασε στον κόσμο της τέχνης σαν κανηφόρα πομπή μορφών αποσπασμένων από το αίσθημα του ελεητικού φόβου. Οι έλληνες αυτή την πρωτόφαντη αποκάλυψη την ονόμασαν τραγωδία.
Το θυμικό σύνδρομο, δηλαδή, πού αναπτύσσεται μέσα στο κλίμα της αγωγής της ακμής και επιζητεί βαθμιαία να διοχετεύσει σε ολοκληρώματα αισθητικών μορφών τα δυναμικά του φορτία πηγάζει από τη ζοφερή ουσία του μηδενός και προπέμπει στο μοναδικό δρόμο της αληθινής τέχνης.
Πολύ πειστικότερα, όταν αντικρύσει κανείς, με τη σοβαρότητα πού διεκδικεί για τον εαυτό της, την ορισμένη θεωρία σύμφωνα με την οποία μόνο με το ονειρικό νεύμα της τέχνης γίνεται δυνατή από τον άνθρωπο ή υπέρβαση της αδιέξοδης πραγματικότητας.
' Η στάση αυτή εξηγεί και γιατί — εκτός από την περίπτωση της ελληνικής στιγμής — αληθινή τέχνη δημιούργησαν μόνο οι εποχές, οι πολιτισμοί ή και οι άνθρωποι κατά μόνας ακόμη, πού βρέθηκαν κάτω από τη δαμασκηνή λάμψη της καταστροφής, της κρίσης, και της οριακής έντασης του πνεύματος. Εκεί πού ή συνείδηση του άνθρωπου προσκρούοντας στο φράγμα του χωρητικού της μέτρου μεταβάλλει αυτόματα τη μοίρα της ανίατης απελπισίας σε πανάκεια και νέα ανθρωπογονία.
Το μηδέν, δεμένο πάντα με το είναι όπως ή κορυφή με το ύψος, εφόσον βιώθηκε από τη συνείδηση του άνθρωπου στα απαραβίαστα μέτρα του φυσικού του λόγου, αποτέλεσε τον σταθερό και μόνιμο αλτήρα της αληθινής τέχνης.
Χωρίς αυτή την πανικόβλητη προϋπόθεση ο γνωστός περιηγητής του Πλουτάρχου, που βρήκε σε όλες τις πόλεις ιερά και βωμούς και ναούς, θέατρα και ποιητές δεν θα 'βρίσκε πουθενά. Ό ποιητής χρειάζεται τη μάζα του μηδενός και την λαξεύει, όπως ό Πολύκλειτος χρειάστηκε τον χαλκό της Κύπρου και ό Μιχαήλ Άγγελος τα μάρμαρα της Καρράρας.
Προτού εξετάσω τη σημασία του μηδενός για την ποίηση κατά την εποχή της παιδαγωγικής ακμής στην Ελλάδα, θα ψηλαφήσω το πρόβλημα σε ορισμένες μεταγενέστερες στιγμές με τη μέθοδο της πρωθύστερης πληροφόρησης.
'Ενδεικτικά και πρωτευόντως στη νεώτερη εποχή ο Δάντης επινόησε το Καθαρτήριο σαν τρίτη διάσταση ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο. Με το Καθαρτήριο θέλησε να υπαινιχθεί τη συμπλεκτική σχέση του μηδενός και του είναι, τον μεταίχμιο τόπο δηλαδή πού συνιστά τον αγωνιστικό στίβο του άνθρωπου.
Η φωτιά και ή ποινή του Καθαρτήριου είναι το σύνεργο της Κόλασης (το μηδέν) πού καθαίροντας τον κρινόμενο — ας θυμηθούμε τούς καθαρμούς του 'Εμπεδοκλή — τον ετοιμάζει να περάσει στον Παράδεισο (το είναι). Ό μικρός άγιος Φεβρουάριος έχει τη θέση της πύλης πού οδηγεί από τον εντάφιο σπόρο του χειμώνα στο νικητήριο βλαστό της άνοιξης.
Η γενετική άρθρωση της Κωμωδίας στο σκελετό της τριπλής διάταξης με τη συμβολή της άρνησης και της κατάφασης στο σύμβολο του Καθαρτήριου αποδείχνει ότι το πνεύμα του Δάντη είναι γνήσια προσωκρατικό.
Με ανάλογο τρόπο αγριαίνεται από την τρίαινα του μηδενός ή δραματική ποίηση του Σαίξπηρ, πού προωθεί την επαναβίωση της αττικής τραγωδίας ως το ανύποπτο σημείο της πρωτοτυπίας.
Οι κοπαδιαστοί θάνατοι των ηρώων του χτυπούν στο δίχτυ της δράσης τους και πιάνουνται πίσω από το παραπέτασμα της σκηνής καθώς το κλείνουν τα βουβά πρόσωπα, όπως έξω από το θέατρο κλείνουν τα μάτια των πεθαμένων όσοι τους παραστέκουν.
' Η κατάπληκτη αμεσότητα της μοίρας του θανάτου σκορπίζει ένα ρίγος στο θεατή, πού πέφτει δύσκολο στον άνθρωπο να το αισθανθεί στην πραγματικότητα της ζωής, όπως τα αισθάνεται στη φαινομενικότητα της παράστασης. Και εδώ βρίσκεται το νόημα της σαιξπηρικής τραγωδίας.
Εκεί δηλαδή πού ό θεατής παρακολουθεί τα θάνατο ενός ήρωα στη σκηνή, ο Σαίξπηρ έχει μοιράσει τούς ρόλους των προσώπων του στους ίδιους τούς θεατές της πλατείας. Σα να προσπαθεί, με νοήματα μουγγού, να εξηγήσει στον καθένα μας:
— Εσένα βλέπεις, σ' εκείνον πού βλέπεις. Αφουγκράζεσαι Κάσσιος και Μάκβεθ, Καίσαρ, Ρωμαίος, Οφήλια Ιάγος και Πολώνιος και παρηγοριέσαι. Πιάνεσαι από τα ονόματα όπως από τον αγέρα εκείνος πού γκρεμίζεται. Μα στοχάσου λιγάκι πώς ο Ιούλιος Καίσαρ δεν υπάρχει πια. Τώρα υπάρχεις εσύ. Εκείνος πάνω από τη σκηνή προσπαθεί να σου δώσει να καταλάβεις: από δώ πού πέρασα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα περάσεις κι εσύ. Το συλλογίστηκες τάχα!
Την τραγωδία του Σαίξπηρ την εδημιούργησε ο παροξυσμός της βίωσης του μηδενός. Όπως και οι άλλες, μια ακόμη θεά που Παρθένα γέννησε τον εξαίσιο τόκο της.
Η γενετήσια όμως περίπτυξη του μηδενός και του είναι μας δόθηκε με τρόπο ηλιοειδή — όσο και οι Ηλιάδες κόρες του Παρμενίδη — από το Γκαίτε. Για το Γκαίτε η κοσμοποιός δύναμη χύνεται από τη δεξαμενή της άρνησης. Ή αιώνια μηχανή της φθοράς διακονεί την αιώνια σκηνοπηγία της ζωής.
Όταν ο Μεφιστοφελής εμφανίζεται στο Φάουστ και ό τελευταίος τον ερωτά για το όνομα και την καταγωγή του — στον τρόπο της ερώτησης αναμειγνύεται ή γλώσσα της πρώτης γνωριμίας των ομηρικών αντιπάλων και ή σωκρατική απορητική — ο πρώτος αποκρίνεται:
Ένα μέρος είμαι από τη δύναμη εκείνη
πού πάντα θέλει το κακό και πάντα κάνει το καλό.

Το θετικό, δηλαδή, η κατάφαση η τάξη η περιοδική επέλαση της δύναμης, είναι το ακούσιο άλλα και το αναγκαίο γέννημα της άρνησης και του μώμου, της φθοράς και του κακού, της αίρεσης και της ανυπαρξίας. Όπως στη γλώσσα των Προσωκρατικών ή μια οδός, ή άνω οδός, η σταθερότητα, η δίκη και η φιλία, γεννιέται από την άλλη οδό, την κάτω οδό, τη μεταβολή, την αδικία και το νείκος.
'Ο διάβολος του Γκαίτε είναι ό πλάστης του κόσμου, όπως ό πόλεμος του Ηράκλειτου είναι ο πατέρας των όντων.
Ένα άλλο στιβαρό χέρι πού έδεσε το γόρδιο δεσμό του μηδενός και του είναι με τον τρόπο πού υπόδειξε ή αρχαϊκή σκέψη των ελλήνων είναι ό Ντοστογιέφσκι.Επιληπτικός από υγεία και μελλοθάνατος από ζωή, ό Ντοστογιέφσκι εικόνισε τις όψεις του προβλήματος κάτω από μια πρισματική πολλαπλότητα. Άλλοτε σχηματίζει αστερισμούς από περισσότερους ήρωες, και άλλοτε με την ιστόρηση μιας μοίρας ατομικής ξεχωρίζει άστρα μοναχικά.
Στις εμβρόντητες νύχτες του Ντοστογιέφσκι ο Όρντίνωφ, ο Ρασκόλνικωφ, ο Κυρίλωφ, ο Σταυρόγκιν αγκυροφορούν και συγκοπαδιάζουν τα σκοτεινά κομμάτια της ψυχής, όπως ό Λαμπαδίας, ο Άντάρης, ό Βασιλίσκος και ό Βέγας ακροβολίζουν τη σιγαλέα κίνηση του ουρανού.Η Ναστάσια Φιλίπποβνα είναι το μέσο πού δορυφορεΐται άπό τήν κατάφαση και την άρνηση. Στα δεξιά της στέκεται ό Ραγκόζιν και της κουβαλά το μηδέν της κολασμένης ηδονής. Αριστερά, ο πρίγκηπας Μύσκιν αποθέτει στα πόδια της το είναι της θείας αποστέρησης.
Στο Ρασκόλνικωφ ή συμβολή των κοσμικών ετεροτήτων πραγματοποιείται με τη μορφή της αδικίας και της πληρωμής. Και η ίδια διασταύρωση σταυρώνει το Σταυρόγκιν στα σταυρωτά δοκάρια της απιστίας και της πίστης υπερβατικά, της χυδαιότητας και της ευγένειας ηθικά.
' Η αποκορύφωση όμως της μυστικής συνθήκης του μηδενός και του είναι, με όλη την κοσμική τους απειρότητα και ένταση, προετοιμασμένη από την εμφάνιση του ίδιου του Ιησού στον ' Ιεροεξεταστή της Σεβίλλης — κάτι πού δεν ξανάγινε μετά τούς ' Εμμαούς — σαρκώθηκε στη μορφή του Ιβάν Καραμάζωφ. Σ' αυτόν τον τρίτο αδερφό ενανθρωπεί το μηδέν με το πρόσωπο του ιδίου του διαβόλου, σαν επικαλυπτική σήμανση της παρουσίας του ίδιου του Ντοστογιέφσκι.
Αφήνω τελευταία την περίπτωση της ποιητικής συνάντησης του μηδενός και του είναι κάτω από τα σύμβολα του Διαβόλου και του Δόκτορα Φάουστους, επειδή πιστεύω ότι με την εξιστόρηση της ζωής και του έργου του ήρωα του — του συνθέτη Αντριάν Λέβερκυν — ο Τόμας Μάν, μεταλλάζοντας τον ήχο της φιλοσοφίας σε λόγο μουσικής, επιχείρησε να δώσει τη μυθιστορηματική βιογραφία της ζωής και του έργου του Νίτσε.
Και ακόμη επειδή παράλληλα πιστεύω ότι οποιαδήποτε ερμηνεία του τρόπου με τον όποιο θεώρησαν το μηδέν και το είναι οι Προσωκρατικοί, εάν δεν συνδεθεί με το στοχασμό του Νίτσε, θα μείνει χωλή, και τυφλή, και λεπρή.Χρειάζεται μόνο να θυμίσει κανείς μια πρόταση από τον Doktor Faustus του Μάν, πού φανερώνει απερίφραστα το κοσμογόνο νόημα του μηδενός:
Και είναι ανάγκη να υπερασπίζεται κανένας το διάβολο,
αφού για τη μεγάλη δράση και τα μεγάλα έργα αυτόν μονάχα
μπορεί να χρειάζεται και να κατέχει, και κανέναν άλλο.

Είναι γνωστό ότι αυτός πού έδωκε το όνομα του στον ευρωπαϊκό μηδενισμό είναι ο Νίτσε. Ή τιμή πληρώθηκε, βέβαια, με το ανάλογο τίμημα.
--------------------------------------------------------------------------------------
Μηδέν και μηδενισμός. Προκαταβολικά πρέπει να ειπωθεί ότι εκείνος πού δεν έχει καμία σχέση με το μηδενισμό είναι ό Νίτσε. Εάν o ευρωπαϊκός μηδενισμός σημαίνει την άρνηση και την παρακμή, τον εκφυλισμό, τη σήψη, τη φθορά, και την απαισιοδοξία, το πνεύμα του Νίτσε είναι σε όλα αυτά το ακριβώς αντί­θετο. Η ομολογία είναι ρητή και γίνεται με το στόμα του ίδιου του Νίτσε:
Αναιρώ, όπως δεν αναίρεσε ποτέ κανείς, και είμαι εντού­τοις το αντίθετο ενός αρνητικού πνεύματος. Είμαι ό χαρού­μενος μαντατοφόρος στο βαθμό πού κανείς δεν υπήρξε ως τώρα, και κατέχω την έννοια μιας τόσο ψηλής αποστολής, πού κανείς δεν έφτασε να συλλάβει ως σήμερα οι ελπίδες ξαναρχίζουν με μένα.
Το γεγονός ότι του φόρτωσαν ο,τι ακριβώς δεν έχει, και ο,τι καταμήνυσε στους άλλους, πηγάζει από την ψυχολογία του κλέφτη, που φωνάζει για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Ο βαθμός κατανόησης του προσωκρατικού πνεύματος από το Νίτσε είναι ευθέως ανάλογος με το βαθμό παρανόησης του Νίτσε από το σύγχρονο πνεύμα. Οση, δηλαδή, φυσικότητα και ρώμη είδε ο Νίτσε στο στοχασμό των Προσωκρατικών, τόση αρρώστεια και επιτήδευση είδε ό σύγχρονος άνθρωπος στο στοχασμό του Νίτσε. Το πράγμα έχει και την αιτία και την ερμηνεία του.
Η αιτία εντοπίζεται στη διαφορά και στην αντίθεση ανάμεσα στην προσωκρατική και στη σύγχρονη αντίληψη αναφορικά με τη βουλητική δύναμη πού χρειάζεται, προκειμένου να αντιμετωπίσει ό άνθρωπος με φυσικό τρόπο — πού είναι ό μόνος ορθός — τη φυσική πραγματικότητα.
Οι Προσωκρατικοί συντονίζουνται με τη σκληρότητα του κόσμου. Στην κτηνωδία της φύσης, σαν μόνο ισοδύναμο, αντιτάσ­σουν τη σταθερότητα του άνθρωπου. Πρόκειται για μια σκληρό­τητα όχι απάνθρωπη — όπως παρανοώντας και παρανοϊκά χαρα­κτήρισαν τη σκληρότητα του Νίτσε — αλλά κατεξοχήν ανθρώπινη. Υπάρχει άλλος συγγραφέας πού να ‘χει δώσει σε βιβλίο του τον τίτλο

 Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο!
Ή σκληρότητα του Νίτσε είναι του εξής τύπου: αν είναι, προκειμένου να στεριώσει το γεφύρι, να πεθάνει ή όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα, τότε να πεθάνει. αν είναι, προκειμένου να μη μεταδοθεί στην πόλη ή πανούκλα πού κομίζει, να βουλιάξει το καράβι, τότε να βουλιάξει, αν είναι, προκειμένου να μην ατιμασθεί από την αραπιά, να καεί το Μισολόγγι, τότε να καεί.
Αυτή, βέβαια, η διαλεκτική του είτε... είτε δεν αποκλείει και την άλλη του τόσο... όσο. Και από τη σκοπιά αυτή ο Νίτσε θα μας έλεγε:
Μπροστά στο λιοντάρι αν θέλεις να σωθείς, και προπαντός να σώσεις το φιλότιμο σου, άλλος τρόπος από το να γίνεις θηριοδαμα­στής δεν υπάρχει. Να βρεις τρόπο δηλαδή να το παλέψεις, και αν φτάνεις να το ημερώσεις, χωρίς ούτε να το βάλεις στα πόδια αγνάντια του, ούτε να το κλείσεις στο κλουβί με παγίδες λάκκους.
Το έξοχα έξοχο, συνεχίζει ό Νίτσε, και τότε ό άνθρωπος γίνεται Άνθρωπος — Ubermensch είναι ή νέα λέξη, με την οποία ο Νίτσε πλούτισε την ανθρώπινη γλώσσα — θα 'ταν να το σπρώ­ξεις στο κλουβί, και να μπεις μέσα κι ο ίδιος.
Είναι γνωστό oτι ό Νίτσε το πρότυπο του άνθρωπου πού σάρκωσε το ιδεώδες της βούλησης για δύναμη το βλέπε στο Βοναπάρτη. Και είναι γνωστή ακόμη η φράση του Κουτούζωφ προς τον τσάρο Αλέξανδρο, όταν ό Ναπολέων σφηνώθηκε στα δόντια του ρώσικου χειμώνα. — Ό Βοναπάρτης κλείστηκε μαζί με την αρκούδα στο κλουβί, και σφάληξε πίσω του την πόρτα. Καλά είναι τώρα!
Ό άνθρωπος του Νίτσε είναι ό τύπος του Βοναπάρτη πού πρέπει εντούτοις να νικήσει το ρωσικό χειμώνα. Εάν ή ανύψωση του άνθρωπου σε τέτοιο ύψος βουλητικής δύναμης φαίνεται δεινή, είναι μύριες φορές χειρότερα τα δεινά πού τον περιμένουν, εφόσον συνεχίζει το δρόμο της απάτης πού τραβάει. Αυτή είναι η λογική συνέπεια της φυσικής αφετηρίας του Νίτσε, και κατά τούτο ό Νίτσε γίνεται προφήτης κακών για τούς ανθρώπους. Εκήρυξε, όπως λένε, τον ευρωπαϊκό μηδενισμό.
Μα τί θα 'πρεπε να ακούσουμε ακόμη, όταν βλέπουμε να καίγεται το σπίτι μας, και μείς δεν εννοούμε να ξεπορτίσουμε-, για. να μη γίνουμε τάχατες ανέστιοι!
Απέναντι σ' αυτή τη στάση του Νίτσε, την αυθεντική δηλαδή ερμηνεία του στοχασμού των Προσωκρατικών, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει υιοθετήσει τη στάση του δειλού κυνηγού με τα ναρκοβόλα — τα ναρκωτικά άλλωστε είναι ή σημαία ευκαιρίας του καιρού μας — πού έκλεισε το λιοντάρι στο κλουβί — κι όπου λιοντάρι διάβαζε φύση — και κάθεται απέξω και το περιπαίζει, όπως από τον αψηλό του τόπο το γνωστό ερίφιο κορόιδευε το λύκο του Αίσωπου.
'Αλλά κάτω από τέτοιους αφύσικους όρους οι εκδοχές είναι δύο: η το λιοντάρι θα ψοφήσει οπότε θα ψοφήσουμε κι εμείς, ή θα σπάσει το κλουβί οπότε θα γιομίσει ο κόσμος με όσα κόκκαλα δεν εχώρεσε ή περιγραφή του Ιεζεκιήλ:
Και έθηκε με έν μέσω τον πεδίου, και τούτο ήν μεστόν όστέων ανθρωπίνων.
Στην πρώτη περίπτωση οσμίζεται κιόλας κανείς τα σημάδια στον αέρα: στα καυσαέρια δηλαδή. (Στα ρουθούνια μου κρύβεται ή μεγαλοφυΐα μου, έλεγε ο Νίτσε).
Στη δεύτερη περίπτωση ακούμε τούς σπλαγχνοσκόπους και τούς νεκρομάντες να μελετούν τους οιωνούς εξετάζοντας τα σωθικά των πυρηνικών οπλοστασίων. Η απειλή του μαζικού ολέθρου στέκεται ante portas.
Αυτά για την αιτία. Οσο για την ερμηνεία το πράγμα εντο­πίζεται στη διαφορά και την αντίθεση ανάμεσα στο Νίτσε και στο σύγχρονο άνθρωπο, αναφορικά με την ειλικρίνεια πού πλησιάζουν και ενστερνίζουνται τους Προσωκρατικούς.Η στάση του Νίτσε είναι ή στάση της πράξης και της ζωής. Η στάση του σύγχρονου πνεύματος είναι ή στάση της θεωρίας και των λόγων.
Περιγράφοντας στο πρώτο κεφάλαιο το δράμα της σύγχρονης παιδείας αναφέρθηκα συνοπτικά στην οντολογική απάτη και στην ηθική υποκρισία σαν τυπικά συμπτώματα του σύγχρονου πολιτι­σμού.
O Νίτσε για να διαστείλει την ειλικρίνεια από την ψευτιά σαν τρόπους με τούς οποίους αντίκρυσε τον προσωκρατικό στοχασμό ό ίδιος από το ένα μέρος, και ολόκληρη η σύγχρονη ανθρωπότητα από το άλλο, χρησιμοποιεί την εικόνα των Άντιαλεξάνδρων.
Από τότε πού ο Μακεδών τράβηξε το ξίφος στη χώρα του Μίδα, οι άνθρωποι άλλο δεν κάνουν παρά να λύνουν γόρδιους δεσμούς. Φτάσαμε στο σημείο πού οι νέοι βασιλιάδες μετράνε λι­γότερο από τούς στρατιώτες του Αλέξανδρου. Τι να πεις πια για τούς στρατιώτες πού σέρνουν. Ο καιρός μας χρειάζεται τούς Αντιαλεξάνδρους, πού θα ξαναδέσουν τη ζωή στο αξεδιάλυτο και νικηφόρο σύμπλεγμα του μηδενός και του είναι.Το φθέγμα της προσωκρατικής φιλοσοφίας, αναφορικά με το μηδέν και το είναι, άφηκε μια ηχώ πού έφτασε έντονη ως τον Πλάτωνα και άτονη ως τον Αριστοτέλη. Ύστερα έσβησε μέσα στο χάσμα πού ανοίχτηκε.

--------------------------------------------------------------------------------------
Ο στοχασμός. Τι είδος τέχνης, αναρωτιέται κανείς, έδωκε στους έλληνες η συγκατοίκηση τους με το μηδέν; Τί είδος τέχνης, αναλογίζεται κανείς, εδημιούργησαν οι έλληνες από τη συγκατοί­κηση τους με το μηδέν!
Υπάρχει, πράγματι, ένα είδος απορίας πού συγκατοικεί με το θαυμασμό. Αυτό που αλλιώς το λέμε έκσταση.
  Προληπτικά και λακωνίζοντας θα ειπώ ότι το μηδέν χάρισε στους έλληνες την τραγική ποίηση. Από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα. Για τον τραγικό Όμηρο μιλά κιόλας ό Πλάτων:
'Ομηρον ποίητικώτατον είναι και πρώτον τών τραγωδοποιών.
Και σε μια δεύτερης τάξης συμπλήρωση, σε μια ευλαβητική αναπαλαίωση κλασσικών αρχιτεκτονημάτων — ο,τι ήταν για τούς αθηναίους θεατές τα κατ' αγρούς Διονύσια σε σύγκριση με τα εν άστει — από τον Επίκουρο ως το φιλόσοφο των σκηνών εκστρα­τείας Μάρκο Αυρήλιο Άντωνίνο, η τραγική αίσθηση αποτελεί τον αόρατο σκελετό της καλλιτεχνικής έκφρασης των ελλήνων.
Οι λέξεις φιλοσοφία, θέατρο, διάλογος, πολιτική, τραγωδία, κωμωδία, μουσική και μερικές ακόμη τετράδες στους έλληνες απόκτησαν ένα νόημα γεωδαιτικό για τα ανθρώπινα πράγματα.
Το περιεχόμενο τους όρισε το χάρτη της ανθρώπινης φύσης, όπως τα ονόματα των δεκαέξι σημείων του ορίζοντα ουρανογραφούν την κίνηση και την ακινησία των άστρων.
Αυτές τις λέξεις, όταν ήρθε ή ώρα τους, τις υιοθέτησαν, και με τον καιρό τις αφομοίωσαν όλες οι γλώσσες της Οικουμένης. Στο βαθμό μάλιστα που επιτέλεσαν αυτή την εισδοχή, κρίθηκε ή μετοχή και ή συνεισφορά τους στον πολιτισμό.
Είπανε εύστοχα ότι οι πολιτείες και οι τοπολαλιές πού περιέ­λαβε ο Δάντης στην Κωμωδία αποτέλεσαν αργότερα το πολιτικό σώμα της Ιταλίας. Ότι όσες δεν θα 'χε περιλάβει, θα 'χαν απομείνει έξω κι ότι όσες δεν θα 'χε αφήσει έξω, θα 'χαν περιλη­φθεί.
Την ίδια σημασία σε διάσταση παγκόσμια και με προοπτική ανθρωπιστική κατέχουν ετούτες οι λίγες λέξεις. Ορίζουν τα σύνορα μιας παγκόσμιας χώρας, που οι πολίτες της, χωρίς εθνική υστερία και με αδιάκοπη πνευματική αγρύπνια, φέρνουν την προσωνυμία άνθρωποι. Όπως και να το κυττάξει κανείς το
 ούκ ενι Ιουδαίος ούδε Ελλην ούκ ενι δούλος οΰδε ελεύθερος
παραδόθηκε σε γλώσσα ελληνική.
Γέννημα λοιπόν του πόνου, από τη στάση πού ο άνθρωπος αντίκρισε ασκαρδαμυκτί το μηδέν, η τραγική ποίηση εμφανίστηκε με όψη τρίμορφη: με το στοχασμό των Προσωκρατικών, με το δράμα της αττικής σκηνής, και με το διάλογο του Πλάτωνα.
Ότι το τραγικό αίσθημα υπάρχει στην προσωκρατική φιλο­σοφία έχει γίνει, νομίζω, φανερό. Ότι και ποίηση όμως υπάρχει στα αποσπάσματα των Προσωκρατικών, αυτό χρειάζεται να φανε­ρωθεί από σκοπού και επί τούτω.
Πρώτα-πρώτα τα πράγματα πού προσήλωσαν την προσοχή και το βλέμμα εκείνων των αρχαϊκών στοχαστών ήσαν από την ίδια τη φύση τους ευεπίφορα στην εμπνοή της ποίησης και στην καλλι­τεχνική έκφραση.
Όλα τα στοιχεία πού ανήκουν στον κόσμο, πού συστατικά και ενόργανα τελούν και αποτελούν τη λειτουργική του ενότητα, πού είναι, θα λέγαμε, το καθένα τους μέλος του σώματος της φύσης — ο Σολωμός παρασταίνει κάπου τη φύση σαν γυναίκα πού χορεύει γυμνή — είναι πλούσια σε κοιτάσματα ομορφιάς.
Τα ‘χει δηλαδή φορτισμένα η ουσία εκείνη πού μαυλίζει την αισθητική συνείδηση, παιδαγωγεί την καλλιτεχνική έξαρση του άνθρωπου, και βρεφουργεί τη δημιουργία.
Μ' ένα λόγο ο ίδιος ο κόσμος είναι ποίημα. Κατά την έννοια, τουλάχιστον, ότι αποτελεί το αισθητικό αντίκρυσμα, το δημιούρ­γημα της πρώτης ουσίας. Εκείνο πού

εν αρχή ό θεός εποίησε,

και γλωσσικά ακόμη δεν ημπορεί παρά να είναι ποίημα.
Αλλά ποια είναι αυτά τα πράγματα του κόσμου, πού συγκαιρίζοντας τις φωνές ενός θιάσου παντοίων οργάνων, έρριξαν τη στόχαση των Προσωκρατικών στην άμοιαστη λεωφόρο της μου­σικής; ( Οι Πυθαγόρειοι μάλιστα ενήμεροι και τηρητές της μοναχι­κότητας αυτού του διακριτικού και διακεκριμένου δρόμου είχαν θεσπίσει και σχετική εντολή:

τας τε λεωφόρους μη βαδίζειν.
Όπου λεωφόροι εσήμαιναν τις άκριτες γνώμες, τις κάθε χωρίς την οποία πρωτοτυπία πεπατημένες).
Τα πράγματα είναι εκείνα τα καθημερινά και τα οικεία, όσα η απλότητα τους ξεπερνά τη σκέψη μας — αλλά έτσι και την τιμωρεί — ώστε τα παραβλέπει. Ήγουν:
Οι κρήνες και η θάλασσα, ή αστραπή, οι σιωπές, ο ήλιος και ή ιλάειρα σελήνη. Είναι τα δέντρα των καρπών και η νύχτα, οι σεισμοί τα δρεπάνια και οι χελιδόνες. Η χόβολη, τα ηφαίστεια, και τα εφτά αστέρια της Άρκτου. Είναι ή γόνιμη λάσπη, το πείσμα του βράχου, ή βουή των άνεμων, η ομίχλη, ο ύπνος. Και ακόμη τα ιπτάμενα φέρετρα πού έβλεπε ο Γοργίας στους γύπες και τα 'λαχνήεντα μήδεα' Όπως ονομάζει τα άρρενα μόρια ο Έμπε­δοκλής. Εαν η ποίηση δεν εξαντλείται στο στίχο εάν δεν είναι μέτρα μόνο, και προσωδία και ρίμες, εάν δεν της φτάνει άπλα το μηχανικό συνταίριασμα των λέξεων ή των ήχων ό ρυθμός πού κυλά λικνιστικά στη χορευτική του δίπλη, χωρίς να διακόπτει παράτονα την ομόλογη μουσική μας συν-κίνηση, εάν, πέρα απ' όλα τούτα, ή ποίηση έρχεται από το άγγιγμα του ειρμού των ίδιων των όντων, από την είσοδο του άνθρωπου στους άπειρους δρόμους-δεσμούς της σκοτεινής αρχιτεκτονικής των πραγμάτων πού, λύνοντας και δένοντας, ό ποιητής-θησέας τούς ξαναδιατάζει στον μίτο οδηγητή πού τον πάει και θα τον ξαναφέρει. εάν ακόμη ομολογούμε ποίηση στη γνώση και το ήθος των ανθρώπων, με τον τρόπο πού αναγνω­ρίζουμε αρμονία στην πορεία και την τάξη των φυτών ή των εντόμων εάν, τέλος πάντων, δεχτούμε ότι ή ποίηση υπάρχει και στο περίφημο εκείνο
αποθανείν θέλω
της Σίβυλλας του Πετρώνιου, πού με την ελληνική του λευκάδα αιφνιδιάζει το χαλκό λατινικό κείμενο, όπως το ξαφνικό πέταγμα του περιστεριού αναταράζει το σύδεντρο, τότε οι Προσωκρατικοί είναι ποιητές. Και μάλιστα πρώτου μεγέθους.
  Δεύτερον, από τα σπασμένα λόγια των Προσωκρατικών ή πηγή πού αναβλύζει εξακολουθεί να 'λαλεϊ'. Και ποίηση έχουν όλα τα γραπτά πού ή νεράιδα του χρόνου δεν τούς πήρε τή μιλιά. Πού κατέχουν δηλαδή, όταν τα ρωτάς, φτάνει να τα ρωτάς σωστά, να σοϋ άποκρίνουνται:

respondebat illa
λέει εν προκειμένω ό Πετρώνιος για την ερασιθάνατη Σίβυλλα πού την είδε να αιωρείται στή λήκυθο.
Τρίτες είναι οι εξωτερικές μαρτυρίες των κειμένων. 'Η ίδια ή μορφή του γραπτού λόγου καθιστά ίσως περιττά τα επιχειρήματα των θεωρητικών για την ποιητική ιδιοσυγκρασία των Προσωκρα­τικών.
Ανάμεσα στους διανοητές τούτους υπάρχουν μερικοί πού έγραψαν ποίηση με την έννοια της συγκεκριμένης επιλογής. Η κατάταξη λ.χ. του Ξενοφάνη από τούς γραμματολόγους στή λυρική ποίηση είναι έγκριτη οσο και ή υπαγωγή του στην προσωκρατική φιλοσοφία. Αλλά, έξω από τή μορφή, και ή διάθεση του Ξενοφάνη είναι καθαρά ποιητική. Το βλέμμα λ.χ. με το όποιο ατενίζει τους θεούς είναι το ιδιο εκείνο ανάποδο βλέμμα των επικών ποιητών και των μυθολόγων. Με τούς σίλλους μάλιστα κάποτε φέρνει τή λυρική του καυστικότητα ως τή γειτονιά τοΰ άρχιλόχειου σκώμματος.
Παρόμοια το δακτυλικό μέτρο του Έμπεδοκλή τον κατα­τάσσει περισσότερο στους μετά τον ‘Ομηρο και λιγότερο στους πριν το Σωκράτη. Ακόμη και όταν παραβλέψει κανείς την κρυφή θεματολογική τους συγγένεια:
μήνις και λοιμός λέει λ.χ. ο Όμηρος,

νείκος μαινόμενοι· και καθαρμοί
λέει ό 'Εμπεδοκλής.
Και η ίδια συλλογιστική δεν απαγορεύει να υποστηρίξει κανείς ότι και ο Παρμενίδης ανήκει περισσότερο στους διαδόχους της ποίησης, απ' οσο στους πρόδρομους της φιλοσοφίας. Ότι ο στοχασμός του προσβλέπει στή θεογονία του Ησίοδου, όσο δεν αποβλέπει στην οντολογία τοΰ Αριστοτέλη. Οι δύο δρόμοι του της αλήθειας και της πλάνης σχετικά με την ουσία των όντων,

αϊπερ οδοί μοΰναι διζήσιος,

θυμίζουν πρώτα εκείνα τα
                            ψεύδέα έτύμοισιν όμοια

των Μουσών τοΰ Ησίοδου, και μετά την οντολογική αντιδικία του σταγιρίτη μαθητή με τον άθηναΐο δάσκαλο. Ακόμη και όταν, εννοείται, παραβλέψει κανείς ότι τις εμπνεύσεις του για τή φύση ο Παρμενίδης τις έγραψε σε έξάμετρους στίχους.
Τέταρτα είναι τα κατάλοιπα διαφόρων γνωμών από μελε­τητές και λόγιους πού χαρακτηρίζουν τούς Προσωκρατικούς σάν ποιητές:
και έγραψε πολλά ποιητικώς
γράφει ή Σούδα για τον 'Ηράκλειτο. Στη βάση της σύγχυσης του φιλόσοφου με τον ποιητή βρίσκω την ΐδια λεπτή διαδικασία που παρομοίασε τον ' Ηράκλειτο με τον ' Ηρακλή.
Επίσης προκειμένου για τον Εμπεδοκλή, πού ήταν ακόμη γιατρός πολιτικός αθλητής και ιερέας, ό Λακτάντιος προβληματί­ζεται άν πρέπει να τον αριθμήσει στουςφιλοσόφους ή τους ποιητές:
inter poetas an inter philosophos numeres
Τέλος, ή ευαισθησία των διανοητών τούτων, οι λεπτές παρα­τηρήσεις πού κάνουν πάνω στις διεργασίες της φύσης, καθώς ανελίσσεται και πραγματοποιείται, είναι ενας ακόμη απολογητής ότι η μουσική του τραγικού αισθήματος δονεί το στοχασμό τους μέχρι τοΰ σημείου, ώστε με τα αποσπάσματα τους να προανακρούεται ή θεοφάνεΐα τουδιονυσιακού δράματος,
Οι Προσωκρατικοί αφουγκράζουνται πώς σκάζει και θροεϊ ο σπόρος πού βλασταίνει, βλέπουν πώς ρίχνει μπόι η πόα, γνωρίζουν που βρίσκεται το κοιμητήρι των πουλιών.
Είναι βαθιά εντυπωσιακές λ.χ. οι παρατηρήσεις των Πυθαγο­ρείων όταν, αφαιρώντας κανείς από τη νοητική τους αφόρμηση το μυστικό περίβλημα, τις αντικρύσει με τη λογική της νηφάλιας πράξης.
Από δάκρυο ειν' η θάλασσα, λένε. Και οι σεισμοί είναι η σύναξη του δήμου των νεκρών. Η ακόμη, στη φόρμα της δικής τους ακουστικής και συνθηματικής διατύπωσης (ακούσματα και σύμβολα):

προς ήλιον τετραμμένος μή ουρεί.
Ενώ άλλου η ευλάβεια στην ιερή σημαντική των στοιχείων της φύσης διατυπώνεται θετικά:
άνεμων πνεόντων την Ήχώ προσκυνει.
Σε μια τέτοια ειδωλολατρική εντολή και φυσικό είναι και συνηθισμένο όχι μόνο να απροσεκτεί αλλά και να θυμώνει κάποτε κανείς. Όταν μάλιστα οι προγονοί του είδαν το φώς στις ανοιχτές θάλασσες της 'Αστροπαλιας. Ωστόσο ορισμένη θυμική κατά­σταση πού την ζώνουν και την φρουρούν αισθήματα ανήσυχα — προτού ακόμη οι ειδήσεις τα κάμουν τραγικά — εμφανίζει συνεχώς επίκαιρη αυτή την ‘άνεμόεσσαν εντολή των Πυθαγορείων. Έτσι λ.χ. μας την ξαναθυμίζει φευγαλέα και εντελώς συμπτωματικά ο Καβάφης:
 και ολο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Άλλά ένώ προσεύχεται και δέεται αυτή....
Σώζεται από το παράπονο της Μαρίας του Σολωμού ένα απόσπασμα — μία ακόμη ένδειξη ότι τα πάσης φύσεως Αποσπά­σματα ισως να 'χουν κάποια ιδιαίτερη εσωτερική σχέση με την τραγική ποίηση — πού νομίζω ότι αποτελεί κλασσική περίπτωση εφαρμογής στην ποιητική ευαισθησία των Προσωκρατικών. Και εν προκειμένω του Δημόκριτου.
 Έκειός πού ακούει και τή δροσιά πού στάει
Βλέπει τα βάσανα μου και βογγάει.
Παραθέτοντας τή δοξογραφική μαρτυρία πού ακολουθεί — και εν προκειμένω πιστεύω ότι δεν ενδιαφέρει ή πηγή αλλά το ποιό της πληροφορίας — θέλω να δείξω πώς ό Δημόκριτος, και μαζί του και το υπόλοιπο μέρος της φυλής του, «άκουε και τή δροσιά πού στάει».
Είδε μια φορά, αφηγείται ό Διογένης Λαέρτιος, μια νέα γυναίκα στο δρόμο, και την καλημέρισε:

χαίρε κόρη.
Την επομένη πού την ξαναείδε, δεν έλειψε να την προσχαιρετήσει πάλι:
'χαϊρε γύναι'.
Η αλλαγή της προσφώνησης οφειλόταν στην αδιόρατη παρατή­ρηση του Δημόκριτου ότι το πρόσωπο του κοριτσιού χθες είχε πάρει την όψη της γυναίκας σήμερα.
και ήν ή κόρη της νυκτός διεφθαρμένη,
εξηγεί ο δοξογράφος.






(c) Liantinis.org
 http://thesecretrealtruth.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...