Σελίδες

6.11.2013

''ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΚΡΥΨΩ''...

Την περασμένη Πέμπτη, όταν έγινε γνωστό ότι η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών καταγράφει στοιχεία από όλες τις μεγάλες εταιρείες του Διαδικτύου, ένας χρήσης του Twitter δημιούργησε ένα λογαριασμό 
με το όνομα «Δεν έχω τίποτα να κρύψω». Στον λογαριασμό αυτό αναπαράγονταν tweets από διάφορους χρήστες που εξέφραζαν την αδιαφορία τους για την παρακολούθηση των προσωπικών δεδομένων τους από την κυβέρνηση.

«Αν είναι ένας τρόπος να γλυτώσουμε από μια άλλη επίθεση όπως εκείνη της 11ης Σεπτεμβρίου, ας το κάνουμε», έγραψε ένας. «Τα emails μου και οι τηλεφωνικές μου συνομιλίες δεν είναι άλλωστε και τόσο συναρπαστικά».

Ενας άλλος έγραψε: «Τέτοια πράγματα συμβαίνουν. Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. Επιπλέον, δεν έχω τίποτα να κρύψω».

Ενας άλλος αναρωτήθηκε: «Αν μοιράζεσαι ολόκληρη τη ζωή σου στα social media, τι σημασία έχει αν ρίχνει μια ματιά και η κυβέρνηση;»

Οι πολίτες αυτοί δεν αντιλαμβάνονται πολύ καλά την έννοια των ατομικών ελευθεριών. Γνωρίζουν καλά όμως τους κανόνες του παιχνιδιού στο Διαδίκτυο. Η φράση «Δεν έχω τίποτα να κρύψω και τίποτα να φοβηθώ» - ή, εναλλακτικά, «όποιος μπαίνει εδώ πρέπει να εγκαταλείψει την ιδιωτικότητά του» - πρέπει να αναγράφεται σε κάθε smartphone και σε κάθε σελίδα των social media. Όπως έγραψε πρόσφατα ο ειδικός ασφαλείας Μπρους Σνάιερ, δεν διείσδυσε ο Μεγάλος Αδελφός στο Διαδίκτυο. Στην πραγματικότητα, το Διαδίκτυο είναι ο Μεγάλος Αδελφός.

Τον πρώτο καιρό της «εποχής dot-com», αυτό που έβρισκαν οι άνθρωποι γοητευτικό στην online ζωή ήταν το πόσο ανώνυμη έμοιαζε. Μια γνωστή γελοιογραφία του New Yorker δείχνει δύο σκυλιά να κοιτάζουν έναν υπολογιστή και να λέει το ένα στο άλλο: «Στο Διαδίκτυο, κανείς δεν ξέρει ότι είσαι σκυλί».

Το ιδανικό της ανωνυμίας εξακολουθεί να κυριαρχεί σε ορισμένες κοινότητες του Διαδικτύου. Όπως επισημαίνει όμως ο Ross Douthat στους Νιου Γιορκ Τάιμς, ο διαδικτυακός κόσμος αποδείχθηκε ότι είναι λιγότερο ιδιωτικός από το βασίλειο της σάρκας και του αίματος. Ενας λόγος είναι ότι οι περισσότεροι χρήστες δεν θέλουν να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα. Προτιμούν να επικοινωνούν στο Διαδίκτυο όπως θα επικοινωνούσαν σε ένα δωμάτιο με τους πιο καλούς τους φίλους και να χρησιμοποιούν τα e-mails όπως κάποτε θα χρησιμοποιούσαν τις επιστολές ή τα τηλέφωνα. Αυτό σημαίνει ότι εκτίθενται πολύ περισσότερο - σε ξένους και εχθρούς, σε πρώην συντρόφους και πρώην φίλους - απ'ό,τι συνέβαινε προτού η κοινωνική τους ζωή μεταναστεύσει στο Διαδίκτυο.

Η συμμετοχή στη διαδικτυακή κουλτούρα χωρίς την οριζόντια έκθεση σε γνωστούς και φίλους είναι ασφαλώς δυνατή. Αυτό που είναι πρακτικά αδύνατο είναι η προστασία της ιδιωτικότητας από τους παρόχους υπηρεσιών, τα δίκτυα των social media και, όπως αποδεικνύεται τώρα, τις υπηρεσίες ασφαλείας που έχουν πρόσβαση σε κάθε κλικ, σε κάθε κείμενο, σε κάθε ηλεκτρονική επιστολή. Ακόμη και οι ισχυροί δεν μπορούν να κρυφτούν, όπως απέδειξε η ιστορία του Ντέιβιντ Πετρέους. Στο κράτος του Μεγάλου Αδελφού, όλοι ξέρουν ότι είσαι σκυλί.

Κάθε τεχνολογική καινοτομία, από το Google Glass ως τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό, κάνει λίγο ευκολότερο τον εντοπισμό κάθε κίνησής μας. Τα μεγάλα ονόματα της Σίλικον Βάλεϊ μιλούν για την ιδιωτική ζωή με την ίδια πατερναλιστική γλώσσα που χρησιμοποιούν και οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων. «Αν υπάρχει κάτι που δεν θέλεις να το μάθει όλος ο κόσμος», δήλωσε το 2009 ο Ερικ Σμιτ της Google, «καλύτερα να μην ξεκινήσεις καθόλου αυτή την περιπέτεια».

Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε μόνο ένα σημείο αναφοράς γι'αυτή την καινούργια τάση: το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος του 20ού αιώνα, όπου κάθε διείσδυση στην ιδιωτική ζωή ήταν έργο του τυραννικού μονοκομματικού κράτους. Η Αμερική όμως δεν είναι ένα είδος σύγχρονης Ανατολικής Γερμανίας με σελίδες του Facebook. Το πιθανότερο είναι ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από αυτό που ο Αλέξις ντε Τοκβίλ είχε χαρακτηρίσει «ήπιο δεσποτισμό». Οι κυβερνήσεις έχουν εκτεταμένες, ενδεχομένως τυραννικές εξουσίες, αλλά οι πολίτες δεν αισθάνονται να καταπιέζονται ούτε να διώκονται.

Καλώς ήλθατε στο μέλλον. Σιγουρευτείτε μόνο ότι δεν έχετε τίποτα να κρύψετε.

Πηγή: New York Times

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου