11.17.2013

Ο Αιθέρας στους Ηράκλειτο και Παρμενίδη


(1) Στον Ηράκλειτο: Κάποτε ο Ευριπίδης έδωσε στον στενότατο φίλο του Σωκράτη, τον υιό του Σωφρονίσκου, να διαβάσει το βιβλίο του Ηρακλείτου από την Έφεσο της Μ.Ασίας. Όταν αργότερα τον ρώτησε πως του φάνηκε, εκείνος του απήντησε: «όσα κατάλαβα είναι σπουδαία, υποθέτω όμως ότι και όσα δεν κατανόησα θα είναι σπουδαία. Πάντως χρειάζεται Δήλιο κολυμβητή, για να μπορέσει να το κατανοήσει κανείς».

Ο Ηράκλειτος ο γιος του Βλόσωνα ή του Ηράκωντα γεννήθηκε στην Έφεσσο το 544π.Χ και μάλλον είχε επηρεαστεί από τις θέσεις του Ξενοφάνη, αφού θεωρεί τον κόσμο έναν, ενιαίο, αγέννητο και αιώνιο. Τις φιλοσοφικές του θέσεις της έγραψε σε ένα βιβλίο που έφερε τον τίτλο ‘‘Περί Φύσεως’’ η, κατά άλλους, ‘‘Οι Μούσες’’.

Το σύγγραμμα, λοιπόν, αυτό χωριζόταν σε τρία μέρη: περί σύμπαντος, περί της πολιτικής και περί του θεού, και όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος: «επίτηδες το έγραψε σε ύφος κάπως μπερδεμένο, για να είναι προσιτό μονάχα στους ικανούς και να μην πέσει σε καταφρόνηση, επειδή θα διαβάζεται εύκολα». Εξ αιτίας αυτού του τρόπου γραψίματός του ο Ηράκλειτος ονομάστηκε κατά τον Διογένη Λαέρτιο ‘‘αινιγματικός’’, ενώ κατά τον Τίτο Λίβιο ‘‘σκοτεινός’’. Πρωταρχική ουσία του κόσμου θεωρούσε το αείζωον Πυρ, με την λέξη ‘‘Αείζωος’’ να σημαίνει ‘‘αυτός που ζει, που υπάρχει αιώνια, αθάνατος, άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος’’.

Δηλαδή, όπως και οι προγενέστεροί του φιλόσοφοι έτσι κι αυτός ορίζει μία ένυλο αρχή για το σύμπαν, διότι όσο και αν θεωρήσουμε το πυρ ως μία λεπτότατη και, κατά κάποιο τρόπο, αιθέρια ουσία, δεν παύει να είναι ύλη.

Και επέλεξε το πυρ για κοσμογονική του αρχή διότι αυτό από όλα τα στοιχεία έχει την λιγότερη σταθερή υπόσταση. Από αυτό, λοιπόν, το πυρ, το οποίο νοείται ως ζεστός, ξηρός ατμός, δημιουργούνται τα πάντα, μέσω μίας διαδικασίας πύκνωσης και αραίωσής του, όπως δείχνουν τα ακόλουθα σωζώμενα αποσπάσματα από το βιβλίο του: (απ.30) «κόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ήν αεί και έστιν και έσται˙πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα», δηλ.:«αυτόν τον κόσμο, που είναι ένας στην ολότητά του, δεν τον έπλασε κανένας θεός η άνθρωπος, αλλά υπήρχε πάντα, υπάρχει και θα υπάρχει˙ μία αιώνια, ζωντανή φωτιά που ανάβει και σβήνει με μέτρο», (απ.31) «πυρός τροπαί˙ πρώτον θάλασσα, θαλάσσης δε το μεν ήμισυ γη το δε ήμισυ πρηστήρ…γη θάλασσα διαχέεται, και μετρέεται εις τον αυτόν λόγον οκοίος προσθεν ην η γενέσθαι γη», δηλ.: «μετατροπές της φωτιάς: πρώτα θάλασσα, και το ένα μισό της θάλασσας είναι γη, το άλλο μισό φλογιστής…η γη διαλύεται στην θάλασσα και η ποσότητά της είναι τέτοια ώστε να έχει την ίδια αναλογία όπως πριν γίνει γη».

Σύμφωνα με τους μελετητές του, με την φράση «κόσμον τόνδε» ο Ηράκλειτος υποδηλώνει ότι υπάρχει κάτι άλλο˙ δηλαδή ο λόγος-πυρ (ή αλλιώς αιθήρ) που περιβάλλει τον κόσμο στην καθαρότητά του, άσβεστος και αόρατος, νους και ψυχή στην υψηλότερη μορφή τους. Η διαδικασία τώρα, κατά την οποία το πυρ γίνεται θάλασσα και μετά γη και στην συνέχεια από γη σε θάλασσα και σε φωτιά, καλείται από τον Ηράκλειτο ‘‘οδός άνω και κάτω’’.

Όμως αυτή η ανάλυση του πυρός αλλά και η επιστροφή σε αυτό γίνεται με βάση έναν σταθερό νόμο, τον οποίο ο Ηράκλειτος καλεί Ειμαρμένη, Λόγο, Δίκη. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Ηράκλειτος ταύτιζε την ανάγκη με την ειμαρμένη και για την οποία (ειμαρμένη) δεχόταν ότι είναι αιθήρ, σπέρμα της γέννησης του παντός και λόγος που διατρέχει την ουσία του παντός˙ κατά τον Αέτιο, ο Ηράκλειτος έλεγε πως η Ειμαρμένη είναι λόγος που δημιουργεί τα όντα με αντιδρομες κινήσεις.

Το πυρ του Ηρακλείτου είναι ζωντανό (αείζωον), για αυτό περιέχει και ψυχή, η οποία είναι ο Λόγος και ο οποίος μπορεί να κατανοηθεί μόνο με τον νου. Ότι το πυρ του Ηρακλείτου είναι έμψυχο φαίνεται και στο κάτωθι κείμενο του Αριστοτέλη, όπου σύμφωνα με τον Guthrie μπορούμε αντί ‘‘ψυχής’’ να διαβάσουμε φωτιά: «Ο Ηράκλειτος λέει ότι η αρχή είναι ψυχή, δηλαδή η αναθυμίαση από την οποία συνθέτει άλλα πράγματα. Είναι η λιγότερο υλική όλων των ουσιών και βρίσκεται σε συνεχή ροή». Αν και ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί με διάφορες σημασίες την λέξη Λόγος, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Λόγος έχει περισσότερο την έννοια της αναλογίας και του μέτρου.

Αυτό σημαίνει ότι το πυρ δεν μεταβάλλεται τυχαία, αλλά με μέτρο, δηλαδή με βάση την αναλογία την οποία έχει καθορίσει ο σταθερός νόμος. Τον σταθερό νόμο δεν μπορεί να τον παρακούσει ούτε και ο ήλιος, τον οποίον τότε οι άνθρωποι θεωρούσαν θεό, (απ.94): «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν», δηλ.: «Ο ήλιος δεν θα ξεπεράσει τα μέτρα του˙ αλλιώς οι Ερινύες, οι θεραπαινίδες της Δικαιοσύνης, θα τον ανακαλύψουν».

Αν θα επιθυμούσαμε να δούμε ποιοί έχουν δώσει την ιδέα στον Ηράκλειτο να μιλήσει για Λόγο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον ενέπνευσαν οι ακόλουθοι:

1) οι Πυθαγόρειοι που πίστευαν στην αρμονία των πραγμάτων,

2) ο Αναξίμανδρος που θεωρούσε ότι η δικαιοσύνη (δίκην) ρύθμιζε την γένεση των όντων και την φθορά, αλλά και ταυτίζοντας το άπειρον με τον θείον έλεγε ότι περιέχει και κυβερνά τα πάντα, και

3) ο Ξενοφάνης που υποστήριζε ότι το θείον είναι τέλειο και κυβερνά τα πάντα με τον νου.

Κατά τον Κ. Λογοθέτη, ο Λόγος και το πυρ είναι οι δυό όψεις του ενός και του αυτού πράγματος. Δηλαδή ο κόσμος, ο οποίος είναι μία αρμονική σύνθεση του όντος και του μη όντος, έχει δύο όψεις˙ μία εξωτερική που είναι υλική και λαμβάνει γένεση από το πυρ και μία εσωτερική που είναι νοερή και ζωογονείται και εμψυχώνεται ο κόσμος από τον θείο νου. Μέρος, τώρα, του αείζωου πυρός είναι και η ψυχή του ανθρώπου, για αυτό και ο άνθρωπος είναι ζωντανός όσο έχει μέσα του το θείο πυρ.

Σύμφωνα με τον Μακρόβιο: «Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι η ψυχή είναι μία σπίθα από την ουσία των άστρων».

Μόνο που εμείς γνωρίζουμε ότι τα άστρα είναι αιθήρ˙ επομένως η ανθρώπινη ψυχή είναι από αιθέρα. Σύμφωνα με τους οπαδούς του Ορφέα, οι ζωντανοί οργανισμοί αποκτούν την ψυχή δια της αναπνοής. Κάτι παρόμοιο φαίνεται να πίστευε και ο Ηράκλειτος, αφού κατά τον Σέξτο, αυτός πίστευε ότι με την λειτουργία της αναπνοής λαμβάνεται ο λόγος των θεών, δηλαδή το θεϊκό πνεύμα, που κατευθύνει το παν.

Αυτό το θεϊκό πνεύμα είναι ταυτόσημο με το αείζωον πυρ, Ιππόλυτος ‘‘έλεγχος πασών των αιρέσεων’’: «Λέγει δε [ο Ηράκλειτος] και φρόνιμον τούτο είναι το πυρ και της διοικήσεως των όλων αίτιον», δηλ.: «Λέει ο Ηράκλειτος ότι η φωτιά αυτή έχει νου και αυτός είναι η αιτία της τάξης του σύμπαντος».

Είναι πολύ πιθανόν ο Ηράκλειτος να ταύτιζε την αμιγή κοσμική φωτιά, ή αλλιώς αείζωον πυρ, με τον αιθέρα, την λαμπρή φλόγινη ουσία που γεμίζει τον αστραφτερό ουρανό και που περιβάλλει τον κόσμο. Από την άλλη, η ιδέα ότι η ψυχή συγγενεύει με την ουσία των άστρων σχετίζεται με την δοξασία ότι ο αιθέρας είναι θείος και παράλληλα αποτελεί έναν τόπο όπου μένουν οι ψυχές˙ [Inscriptiones Graecae: αιθήρ μεν ψυχάς υπεδέξατο, σώματα δε χθων].

Σύμφωνα με τον W.K.C Guthrie: «Ήταν μία δημοφιλής αρχαιοελληνική πεποίθηση, ότι ο αιθήρ, η ουσία που γέμιζε το υψηλότερο στρώμα του ουρανού, πάνω από τον λιγότερο καθαρό αέρα, γύρω από την γη, και από τον οποίο αποτελούνταν τα ουράνια σώματα, ήταν ζωντανός και θείος. Και μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, η πολύ λίγο πριν, ο αιθήρ και το πυρ δεν είχαν διακριθεί σαφώς.
Επιπλέον τον 5ο αιώνα, και αναμφίβολα νωρίτερα, υπήρχε μία ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, ότι η ψυχή ήταν αθάνατη επειδή αποτελούσε μία φυλακισμένη σπίθα αιθέρα, η οποία, με τον θάνατο, θα συναντούσε το όμοιό της.

Με δεδομένο ότι πίστευαν πως ο αιθήρ γέμιζε όλες τις ανώτερες περιοχές του σύμπαντος, δεν ήταν μόνο η ορατή φλογερή υπόσταση του ηλίου και των άστρων, και αυτό αναμφίβολα βοήθησε τον Ηράκλειτο στην υπόθεσή του ότι το ‘‘Πύρ’’ του δικού συστήματος δεν ήταν φλόγα, αλλά ένας ζεστός ατμός». Από τον δοξογράφο Αέτιο μαθαίνουμε ότι: «Ο Ηράκλειτος λέει ότι η ψυχή είναι άφθαρτη, διότι βγαίνοντας από το ανθρώπινο σώμα μεταβαίνει προς την ψυχή του σύμπαντος, που είναι της ίδιας ουσίας». Επομένως, ο Ηράκλειτος πίστευε ότι η ανθρώπινη ψυχή, που αποτελείται από αείζωον πυρ, μετά θάνατον ενώνεται με την κοσμική ψυχή που είναι και αυτή από αείζωον πυρ˙ κάτι που αποδεικνύει την ταύτιση αείζωου πυρός και αιθέρα.

Επιπροσθέτως, είναι αρκετά πιθανό με την φράση: ‘‘οι αθάνατοι είναι θνητοί, οι θνητοί αθάνατοι, καθώς η ζωή αυτών είναι ο θάνατος εκείνων κι η ζωή εκείνων ο θάνατος αυτών’’, ο Ηράκλειτος να υπαινίσσεται ότι η αθάνατη ψυχή όσο βρίσκεται μέσα στο θνητό σώμα βρίσκεται σε κατάσταση θανάτου.

Όταν όμως επέλθει ο θάνατος τότε βρίσκει πάλι την αθάνατη φύση της καθώς ξαναενώνεται με το αείζωον πυρ. Επίσης το (απ. 64)-δηλ.: «τα δε πάντα οιακίζει (=κατευθύνει) κεραυνός»-δείχνει ότι η φωτιά του Ηρακλείτου- και συγχρόνως η αμιγέστερη και αστραφτερότερη μορφή της, ο αιθέριος και θείος κεραυνός-έχει την δύναμη να κατευθύνει.

Λόγω του ρήματος ‘‘οιακίζω’’, το απ.64 γίνεται μία πολύ ωραία παρομοίωση. Συγκεκριμένα, ο Ηράκλειτος λέει πως όπως ο τιμονιέρης χειρίζεται την λαβή του πηδαλίου (δηλ. τον οίακα) και δίνει κατεύθυνση στο πλοίο, έτσι κι ο κεραυνός δίνει κατεύθυνση και κυβερνά τα πάντα.

Κατά την μυθολογία, την δύναμη του κεραυνού την έλεγχε ο Ζευς, που ταυτίζεται με τον αιθέρα ή την πυρώδη φύση. Την σχέση του Δία με τον αιθέρα την εντοπίζουμε στον Ηράκλειτο στο (απ.120): «ηούς και εσπέρας τέρματα η άρκτος και αντίον της άρκτου ούρος αιθρίου Διος», δηλ.: «ανατολής και δύσης τέρματα η άρκτος και απέναντι από την άρκτο το όριο του αίθριου (δηλ. αιθέριου) Δία. Επίσης σύμφωνα με το λεξικό των συμβόλων του J.Cirlot: «Κεραυνός: Είναι η ουράνια φωτιά στην ενεργητική της μορφή, τρομερού δυναμισμού και αποτελεσματικότητας.

Ο κεραυνός του Παραβραχμάνα, η φωτιά-αιθέρας των Ελλήνων, είναι το σύμβολο της υπέρτατης δημιουργικής δύναμης. Από το άλλο μέρος, το φως της αστραπής σχετίζεται με την αυγή και τον φωτισμό. Ο Δίας είναι κάτοχος του κεραυνού που επιβεβαιώνει την υπόστασή του ως δημιουργού…Ο κεραυνός θεωρείται έμβλημα βασιλείας…

Οι τρεις κεραυνοί του Δία συμβολίζουν την τύχη, το πεπρωμένο και την πρόνοια, δηλαδή τις τρεις δυνάμεις που υπεισέρχονται σε μία δημιουργία». Αυτός ο κεραυνός, κατά τον Κ.Ι.Βάμβακα, ταυτίζεται με το Εν και την φωτιά˙ με το Εν να είναι το σοφό που γνωρίζει τα πάντα και κυβερνά τα πάντα δια πάντων.

Όμως αυτό το Εν και θέλει και δεν θέλει να το λένε Ζήνα (δηλ. Δία), Ηράκλειτος Περί φύσεως: «εν το σοφόν μούνον λέγεσθαι ουκ εθέλει και εθέλει Ζηνός όνομα», δηλ.: «Ένα πράμα, το μόνο αληθινά σοφό, θέλει και δεν θέλει να αποκαλείται με το όνομα του Δία».

Ίσως ο Ηράκλειτος να αποκαλεί το αείζωον πυρ (δηλ. τον αιθέρα) Ζευς-Δία, υπό την έννοια ότι η λέξη ‘‘Ζηνός’’ εμπεριέχει το ζην (δηλ. την ίδια την ζωή), αλλά και το μοναδικό ένα: [Ζηνός=Ζ-ηνός=ενός].


(2) Στον Παρμενίδη: Κατά μία εκδοχή ο πραγματικός ιδρυτής της ελεατικής φιλοσοφικής σχολής ήταν ο Παρμενίδης, ο υιός του Πύρη, που γεννήθηκε στην Ελέα, την οποία παλαιότερα ονόμαζαν Υέλη η Έλη, από το όνομα μιας πηγής. Αυτός υπήρξε μαθητής τόσο του Ξενοφάνη, όσο και του Πυθαγόρειου Αμεινία, ενώ κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο ύπηρξε ακροατής του Ξενοφάνη, αλλά ποτέ δεν έγινε μαθητής του, διότι δεν ακολούθησε την φιλοσοφική του σκέψη.

Επειδή μας είναι άγνωστος ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο έζησε, υπάρχουν τρεις θέσεις σχετικά με αυτό: η μία τον θέλει να έχει γεννηθεί το 540 π.Χ και να έχει πεθάνει το 475 π.Χ ή το 470 π.Χ, η άλλη θεωρεί ότι το έτος γεννήσεώς του πρέπει να είναι γύρω στο 515 π.Χ και το έτος του θανάτου του το 440 π.Χ, ενώ το λεξικό του Σουΐδα αναφέρει ότι ο Παρμενίδης είχε για δάσκαλο τον Αναξίμανδρο, κάτι το οποίο σημαίνει ότι ο Παρμενίδης ο Ελεάτης θα πρέπει να είχε γεννηθεί γύρω στο 570 π.Χ.

Αν ευσταθεί η πληροφορία του βυζαντινού λεξικού, τότε η συνάντηση του 65χρονου Παρμενίδη με τον περίπου 20χρονο Σωκράτη είναι φανταστικό δημιούργημα του Πλάτωνα, ο οποίος είχε επηρεαστεί από την σκέψη του Παρμενίδη. Επηρεασμένος από τον Ξενοφάνη, ο Παρμενίδης έγραψε την φιλοσοφία του σε δακτυλικούς εξάμετρους στίχους, από τους οποίους έχουν διασωθεί οι 156. Το ποίημά του φέρει τον τίτλο ‘‘Περί φύσιος’’ και χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο ή ‘‘τας προς αλήθειαν’’ όπου έχουμε την εσωτερική φύση του κόσμου, ενώ στο δεύτερο ή ‘‘τας προς δόξαν’’ όπου γίνεται αναφορά στην εξωτερική, την αισθητική και φαινομενική του μορφή.

Ο Πλούταρχος λέει ότι: «Ο Παρμενίδης ο Ελεάτης, μαθητής του Ξενοφάνη, την ίδια στιγμή, από την μία ιδιοποιήθηκε τις φιλοσοφικές απόψεις αυτού και από την άλλη επιχείρησε να εκφράσει και τις αντίθετες θέσεις». Έτσι στο πρώτο μέρος του ‘‘Περί φύσιος’’, όπου η Θεά εξηγεί στον Παρμενίδη πως είναι στην πραγματικότητα ο κόσμος, εκφέρονται οι θέσεις του Ξενοφάνη, ενώ στο δεύτερο μέρος αναφέρει πως αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τον κόσμο στηριζόμενοι στις αισθήσεις τους.

Έτσι βάζει την Θεά να του λέει: «Διότι αποφάσισαν (οι άνθρωποι) να ονομάζουν δύο μορφές, εκεί που μία δεν πρέπει να ονομάζουν- να γιατί γελιώνται-και τις θεώρησαν αντίθετες στην όψη και τους έβαλαν σημάδια διαφορετικά ανάμεσά τους: η μία είναι η αιθέρια φλόγα της φωτιάς, απαλή και πανάλαφρη, ίδια παντού με τον εαυτό της, αλλά όχι με το άλλο˙ κι αυτό το άλλο είναι ακριβώς το αντίθετο: νύχτα σκοτεινή, πηκτή και βαριά».

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι αρχές του Παρμενίδη είναι το θερμό και το ψυχρό, που τις προσαγορεύει ως πυρ και γη, με το θερμό να είναι το ον και το ψυχρό το μη ον. Επειδή ο Παρμενίδης δεν πίστευε στην ύπαρξη του μη όντος, βάζει την Θεά να λέει πως κακώς το ονοματίζουν.

Επίσης από τους Αλέξανδρο Αφροδισιέα και Ιππόλυτο μαθαίνουμε ότι το πυρ είναι το ποιητικό αίτιο, ενώ η γη η ύλη. Για την κοσμολογία τώρα που αναπτυσσόταν στο β’ μέρος του ‘‘Περί φύσιος’’, ο Αέτιος ο δοξογράφος παραδίδει τα ακόλουθα:

«Ο Παρμενίδης έλεγε ότι υπάρχουν δακτύλιοι, κουλουριασμένοι ο ένας γύρω από τον άλλο, από τους οποίους ο ένας αποτελείται από την αραιή (πυρ-θερμό) και ο άλλος από την πυκνή ουσία (γη-ψυχρό)˙ και ότι ανάμεσά τους υπάρχουν και άλλοι μεικτοί δακτύλιοι από φως και σκότος˙ και αυτό που τους περιέχει όλους σαν ένα τείχος είναι, λέει, από την φύση του στέρεο˙ κάτω από αυτό είναι ένας πύρινος δακτύλιος˙ και ο,τι βρίσκεται στην μέση όλων αυτών των δακτυλίων είναι και αυτό στέρεο, και γύρω του υπάρχει πάλι ένας πύρινος δακτύλιος.

Ο κεντρικός από τους μεικτούς δακτυλίους είναι η πρωταρχική αιτία της κίνησης και της γένεσης όλων των άλλων. Ο Παρμενίδης την αποκαλεί Θεά που κυβερνά τα πάντα, Κλειδοκρατόρισσα, Δικαιοσύνη και Ανάγκη. Ο αέρας, λέει, είναι απόκριμα της γης, που εξατμίστηκε λόγω της μεγαλύτερης συμπύκνωσης της γης.

Ο ήλιος είναι εκπομπή φωτιάς, το ίδιο και ο γαλαξίας. Η σελήνη έχει μεικτή σύνθεση: αποτελείται από φωτιά και αέρα. Ο Αιθέρας κατέχει την ανώτερη ζώνη από όλες και περιβάλλει τα πάντα˙ αμέσως κάτω από αυτόν είναι το πύρινο πράγμα που ονομάζουμε ουρανό, και τελευταία έρχεται η ζώνη της γης». Εντός του Αιθέρος βρίσκεται ο Αυγερινός, που είναι άστρο πρώτου μεγέθους και ταυτίζεται με τον Έσπερο.

Μετά από αυτόν τοποθετεί τον ήλιο, που τον θεωρεί πύρινο, και κάτω από αυτόν τα άστρα στο πύρινο ουρανό, όπου σύμφωνα με τον Αέτιο: «Ο Αναξιμένης και ο Παρμενίδης λένε ότι ο ουρανός είναι η περιφορά στο πιο έξω μέρος της γης». Την δοξογραφία τούτη του Αέτιου σχετικά με τις κοσμολογικές θέσεις του Παρμενίδη, ο Χ. Τουλ σχολιάζει ως εξής: «Εκκινούμεν εκ της φράσεως του Αέτιου: το μεσαίτατον πασών στερεόν (=και ο,τι βρίσκεται στην μέση όλων αυτών των δακτυλίων είναι και αυτό στερεό).

Τούτο προφανώς αναφέρεται εις την εν τω κέντρω του κόσμου κείμενην γην. Η εν συνεχεία φράσις: περί ο πάλιν πυρώδης (στεφάνας) (=και γύρω του υπάρχει πάλι ένας πύρινος δακτύλιος), αφορά, κατά την γνώμη μας, τον ουρανό μετά των απλανών, τον οποίον ο φιλόσοφος ετοποθετεί εγγύς της γης, διότι απετελεί το όριον των περιγείων. Η φράσις: το περιέχον δε πάσας, τείχους δίκην στερεόν υπάρχειν (=και αυτό που περιέχει όλους σαν ένα τείχος είναι από την φύση του στερεό), θα αφορά το έσχατο στερεό περίβλημα του κόσμου πιθανώς τον έσχατον Όλυμπο.

Εν συνεχεία: υφ’ό η πυρώδης στεφάνη (=κάτω από αυτό είναι ένας πύρινος δακτύλιος), αφορά καθ’ημάς την σφαίρα του αιθέρος, εντός της οποίας εκινούντο ο ήλιος μετά της Αφροδίτης. Μικτάς δε άλλας (στεφάνας) εκ φωτός και σκότους μεταξύ τούτων (=και ότι ανάμεσά τους υπάρχουν άλλοι μεικτοί δακτύλιοι, από φως και σκοτάδι), δηλαδή αι ούσαι μεταξύ της πύρινης του αιθέρος και της του ουρανού μετά των απλανών.

Ως τοιαύτας θεωρούμεν τας στεφάνας της σελήνης και του Γαλαξίου. Την σελήνην ο Αέτιος ρητώς αποκαλεί ‘‘συμμιγή εξ αμφοίν’’ (=έχει μεικτή σύνθεση), δια δε τον Γαλαξίαν λέγει: του πυκνού και του αραιού μίγμα, εξ εκατέρου των οποίων επεκρίθησαν η σελήνη και ο ήλιος».

Επίσης στο κεφάλαιο ‘‘Παρμενίδης’’ του βιβλίου του Αντ. Ανδριανόπουλου ‘‘Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι’’, ο συγγραφέας αναφέρει ότι στο τμήμα ‘‘τας προς δόξαν’’ του ‘‘Περί φύσιος’’ ο Παρμενίδης λέει ότι δύο για τους θνητούς είναι οι ποιητικές αρχές του κόσμου: το πυρ-αιθήρ και η πυκνή ουσία-γη. Αμφότερα τούτα λαμβάνουν ίσο μέρος στην δημιουργία των πλασμάτων.

Εκ των δύο τούτων ουσιών υπάρχουν γύρω από την γη τρεις ζώνες, όπου η πρώτη είναι σκοτεινή ενώ η εξώτατη επηρεάζεται από το αιθέριο πυρ και από τα όσα λέει στον πρόλογό του [ο Παρμενίδης] αυτή την ζώνη θεωρεί ως κατοικητήριο των θεών. Μεταξύ τούτων των ζωνών βρίσκεται η ζώνη του Δαίμονα, την οποία διατρέχει με το άρμα για να φτάσει στην φωτεινή ζώνη.

Το είδαμε εδώ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...