Το ψυχολογικό και κοινωνικό υπόβαθρο της Εσχατολογίας - Μέρος Α΄
Ο ουροβόρος όφις – «το τέλος μου είναι η αρχή μου»
Κανένα φαινόμενο δεν είναι αυτό που φαίνεται μόνο. Πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε μαζικά ανθρώπινα συναισθήματα, όπως αυτά που προκαλεί η αίσθηση του επικείμενου τέλους του κόσμου (η εσχατολογία δηλαδή). Κάτω από το υποφαινόμενο κρύβεται ένα πλήθος «χημικών αντιδράσεων», ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων που προκαλούν την εκτόνωση συγκεκριμένων αναγκών του ατομικού ή συλλογικού ασυνειδήτου.
Ο σπουδαίος ψυχίατρος - ψυχολόγος και ερευνητής Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ απέδειξε πόση δύναμη έχει το συλλογικό ασυνείδητο και με ποιους τρόπους επηρεάζεται αυτό. Εστιάστηκε στα αρχέτυπα και στα σύμβολα από τα οποία αντλείται η πρωτογενής, ενστικτώδης γνώση του ανθρώπου γι αυτό ενέταξε στην έρευνά του τον μυστικισμό και την αστρολογία, η οποία είναι η συμβολική απεικόνιση της ανθρώπινης οντότητας και της εξέλιξής της σε κάθε ενσάρκωση. Η αστρολογία υπήρξε ένα σημαντικό «κλειδί» γι αυτόν τον εξαίρετο επιστήμονα με το οποίο κατάφερε να ξεκλειδώσει τα απόκρυφα της ανθρώπινης φύσης και να την κατανοήσει ακόμη πιο καλά.
Κάνοντας μία αναδρομή στο παρελθόν βλέπουμε ότι η αναγκαιότητα ενός τέλους κυριαρχεί στο συλλογικό ασυνείδητο των ανθρώπων ενώ σημαντικά φιλοσοφικά ρεύματα την έχουν ανασύρει και σε συνειδητό επίπεδο.
Η γνώση ότι όλα τα πράγματα υπόκεινται σε έναν παροδικό κύκλο και πρέπει να φθάνουν σε ένα τέλος για να αναγεννιούνται είναι γνωστή από την αρχαιότητα (Ερμητική φιλοσοφία – Γνωστικισμός - Στωικοί). Απεικονίζεται δε με σαφήνεια στο μυστικιστικό σύμβολο του ουροβόρου όφεως, το οποίο ο Γιουνγκ θεωρεί ως ένα από τα πιο σημαντικά σύμβολα της ανθρωπότητας. Ο «ουροβόρος» (έτσι επικράτησε ως ονομασία) είναι ένα φίδι που τρώει την ουρά του και η ερμηνεία του συνοψίζεται στο ρητό «το τέλος μου είναι η αρχή μου».
Η θεωρία της εκπύρωσης – Οι κύκλοι της ζωής
«...Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της Φωτιάς, το Φώς. ...Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν' απαντήσει. Θα 'έρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα 'έρθει μια μέρα σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία....»
Νίκος Καζαντζάκης – «Ασκητική»
Παρατηρείστε πόσο ολοκληρωμένα απεικονίζει η Στωική θεωρία της εκπύρωσης το σύμβολο του ουροβόρου. Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η οποία επηρέασε αργότερα πολλών ειδών θρησκείες και φιλοσοφικά ρεύματα εμπεριέχει την εκπύρωση. Η θεωρεία της εκπύρωσης υποστηρίζει ότι το βασικό στοιχείο του σύμπαντος είναι το πυρ και επειδή όλα τα πράγματα υπάγονται σε μία κυκλική, επαναλαμβανόμενη δομή, ανά διαστήματα πολλών χιλιετιών ολόκληρο το σύμπαν εκπυρώνεται και επομένως καταστρέφεται. Πριν από κάθε εκπύρωση υπήρχαν προηγούμενοι πολιτισμοί, οι οποίοι καταστράφηκαν και δεν έμεινε κανένα ίχνος από αυτούς και, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το τέλος του δικού μας πολιτισμού, όπως και όλων των προηγουμένων, θα λάβει χώρα μέσα από μία συμπαντική εκπύρωση που θα επαναφέρει τα πράγματα στην αρχική τους κατάσταση και μετά την επερχόμενη αυτή συμπαντική εκπύρωση, ένας καινούργιος κόσμος θα ξεκινήσει και πάλι για πολλοστή φορά. Πίστευαν ότι μέσα σε κάθε εκπύρωση βρίσκονταν ήδη το σπέρμα των καινούργιων πραγμάτων που θα αναπτύσσονταν. Μετά από κάθε εκπύρωση εμφανίζονταν καθαρά τα τέσσερα στοιχεία (φωτιά, γη, αέρας, νερό) που αποτελούσαν τα βασικά δομικά υλικά για τη δημιουργία. Θεωρούσαν ότι η φωτιά και ο αέρας είναι ενεργητικά στοιχεία ενώ η γη και το νερό παθητικά. Παρεμπιπτόντως, αυτή η Στωική αρχή είναι ένα από τα βασικά στοιχεία της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας που θεμελίωσαν σε μεγάλο βαθμό την Ελληνιστική ωροσκοπιακή αστρολογία, της οποίας άμεσος απόγονος είναι αυτή η αστρολογία που γνωρίζουμε σήμερα.
Η εσχατολογία εξορκίζει τον θάνατο
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι η εσχατολογία έχει απασχολήσει την ανθρωπότητα από την αρχαιότητα και «έχει γράψει πολλές σελίδες» στην αταβιστική μνήμη μας. Προσωπικά πιστεύω ότι η εσχατολογία επικρατούσε ακόμη και στους προηγούμενους αιώνες από τους οποίους δεν έχουμε γραπτά στοιχεία. Στο συλλογικό ασυνείδητο η εσχατολογία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο...
Η εσχατολογία φλερτάρει με την ιδέα του θανάτου, η οποία απασχολεί κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ανεξάρτητα από το αν και πόσο τον φοβάται. Όλες οι θρησκείες στην ιστορία της ανθρωπότητας αντιμετώπιζαν τον θάνατο σαν ένα τέλος το οποίο ορίζει μια μετά θάνατον αρχή. Παράλληλα, επειδή ο θάνατος επισκιάζεται από τον μανδύα του άγνωστου, ασκεί μία γοητεία αλλά και μία απέχθεια, ανάλογα με το πώς το κάθε ανθρώπινο ον αντιλαμβάνεται το άγνωστο. Ωστόσο, τόσο η άπωση όσο και η έλξη μπορεί να δημιουργήσουν μια κατάσταση θανατολαγνείας καθώς τόσο αυτό που απεχθανόμαστε (λόγω φόβου και ανάγκης συντήρησης της ζωής και της ασφάλειας που παρέχει ως γνώριμη κατάσταση) όσο και αυτό με το οποίο φλερτάρουμε (λόγω του στόχου να επιβραβευθούμε για την ενάρετη ζωή μας και να μεταβούμε σε έναν καλύτερο, εξαγνισμένο, άυλο κόσμο ευτυχίας) εγκαθιδρύουν εκτός από την ιδέα της εσχατολογίας (Δευτέρα Παρουσία) και την ιδέα του θανάτου στο υποσυνείδητό μας και δημιουργούν την ανάγκη να βρισκόμαστε συνεχώς σε μία σχέση αγάπης – μίσους, πιθανώς ερωτικής, μαζί του.
Είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι ο θάνατος είναι υπόθεση όλων μας αλλά κάποιοι μετατρέπουν την ιδέα του θανάτου από μία «ερωτική» σχέση αγάπης - μίσους σε «καψούρα», ταυτίζονται με τα σύμβολά του και τροφοδοτούν την ίδια τους τη ζωή μέσα από το γεγονός ότι αποτελεί γι αυτούς ένα μέσο αναφοράς, ίσως το μόνο συνεπές στοιχείο που, ότι και να γίνει, θα έρθει στην ώρα του.
Η ψυχολογία υποστηρίζει ότι η θανατολαγνεία έχει τις ρίζες της σε βαθύτερα ψυχολογικά αίτια. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι τρέφονται ψυχικά από το να βιώνουν τη ζωή τους σαν να πρόκειται να τελειώσει την επόμενη στιγμή και έτσι αξιώνουν την ίδια την ύπαρξή της. Επιτρέπουν στον εαυτό τους να ζουν με μεγαλύτερη ένταση τη κάθε στιγμή, μια και αφ' εαυτόν δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν την αξία της ζωής και να βρουν την απαιτούμενη ενέργεια για να είναι ζωντανοί.
Η θλίψη των ατόμων που τους περιβάλλουν απεικονίζει και δικαιώνει τη δική τους εσωτερική θλίψη με αποτέλεσμα να νιώθουν οι ίδιοι σημαντικοί και καθόλου διαφορετικοί ή περιθωριοποιημένοι, αναγνωρίζοντας την αγωνία του θανάτου και τη θλίψη τους σαν κοινό παρανομαστή όλων.
Είναι γνωστό από πολλές ψυχολογικές μελέτες ότι οι άνθρωποι που εκτιμούν περισσότερο τη ζωή και εκφράζουν ακόρεστη δίψα για να ζήσουν είναι, κυρίως, αυτοί που έχουν δει τον χάρο με τα μάτια τους είτε γιατί έχουν επιβιώσει από ένα τραγικό δυστύχημα είτε από μία πολύ σοβαρή ασθένεια. Το συμπέρασμα βγαίνει αυτόματα: η εγγύτητα του θανάτου ενδυναμώνει την επιθυμία για τη ζωή. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ζωής που είναι η ανία και η κενότητα που συνεπάγεται, πλήττει περισσότερο τις νεαρές ηλικίες για τις οποίες ο θάνατος είναι μία μακρινή προοπτική, τόσο ασύμβατη με την ηλικιακή πραγματικότητα που ζούνε ώστε να μην ενσωματώνεται στη συνείδησή τους με αποτέλεσμα –κάποιοι νέοι- να προκαλούν τη μοίρα τους με ναρκωτικά ή με τη προσάρτησή τους σε emo, gothic, σκοτεινές συμπεριφορές. Η θανατολαγνεία αυτόματα τους κάνει ξεχωριστούς και τους δίνει το έναυσμα να απολαύσουν με τον τρόπο τους τη ζωή, ακόμη κι αν διατρανώνουν ότι την απεχθάνονται.
Όσο και να σας φαίνεται παράξενο οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν έντονα, λατρεύοντας την ίδια τη ζωή και αντιλαμβανόμενοι την αξία της σε περιόδους πολέμου. Βιώνουν μάλιστα τα συναισθήματά τους τόσο δυνατά ώστε οι έρωτες και τα πάθη είναι πολύ πιο μεγάλης έντασης από ότι σε ειρηνικές περιόδους.
Αυτό το συναίσθημα της «θανατοεγγύτητας» ενώνει τη μάζα καθώς βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο ατομικό ασυνείδητο του κάθε ανθρώπου και υποκινεί την ανάγκη του να ζήσει, να αξιοποιήσει τη κάθε στιγμή, να απαλλαχτεί από τραυματικά συναισθήματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 2012 που λήγει το ημερολόγιο των Μάγια, φαίνεται να συνδέεται με μία αταβιστική μνήμη που πάντοτε σύμφωνα με τον Γιουνγκ κατοικεί στο συλλογικό ασυνείδητο. Καθόλου τυχαία η ημερομηνία λήξης του ημερολογίου των Μάγια συμπίπτει με το χειμερινό ηλιοστάσιο, την ημέρα της χρονιάς δηλαδή που η νύχτα διαρκεί περισσότερο και η μέρα λιγότερο.
Αυτή η περίοδος της χρονιάς προκαλούσε από τα προϊστορικά χρόνια τρόμο στους ανθρώπους. Το φως της ημέρας λιγόστευε και το σκοτάδι κυριαρχούσε όλο και περισσότερο, αναστατώνοντας τις ψυχές των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το λόγο. Υπήρχε ο παράλογος φόβος ότι το σκοτάδι θα κυριαρχούσε ολοκληρωτικά και το φώς θα εξαφανίζονταν από τη ζωή. Νόμιζαν ότι δεν θα επέστρεφαν ποτέ οι λαμπερές μέρες της άνοιξης και του καλοκαιριού γι αυτό και σε αυτή τη περίοδο της χρονιάς οι άνθρωποι έκαναν τις πιο σημαντικές θρησκευτικές και μυστικές τελετές. Σε μία δέηση προς το Φως και στον Ήλιο να μη χαθούν αλλά να επιστρέψουν και πάλι. Η ανάμνηση αυτών των τελετών διατηρούνται ακόμη και σήμερα στα δικά μας Χριστούγεννα, στην Εβραϊκή Χάνουκα, κλπ.
Έχει λοιπόν ιδιαίτερη συμβολική αξία ότι «το τέλος» του ημερολογίου των Μάγια συμπίπτει με τη δική μας πιο σκοτεινή ημέρα του χρόνου. (Τουλάχιστον για το βόρειο ημισφαίριο όπου αναπτύχθηκαν οι περισσότεροι σημαντικοί πολιτισμοί, συμπεριλαμβανομένου και αυτού των Μάγια.)
Αναμφισβήτητα το σκοτάδι συνδέεται με το θάνατο και το φως με τη ζωή. Σαφώς και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα συνδέουμε το επικείμενο τέλος του κόσμου με την ολοκληρωτική επικράτηση του σκότους. Άραγε φταίνε οι πεποιθήσεις και οι φόβοι των προγόνων μας; Μήπως ανασύρουμε αταβιστικές μνήμες;
Αυτό το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο της Σμάρως Σωτηράκη «2012: Αλήθειες και Ψέματα», των εκδόσεων introbooks.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου