Δεν μιλάμε για τη «Μέση γη» του Τόλκιν και τη μυθοπλασία των Γερμανικών λαών, παρότι στο βάθος περιέχουν ψήγματα αλήθειας
Η προϊστορία είναι ιστορία, είπε πριν λίγα χρόνια ο Φερνάρντ Μπροντέλ, ο θεωρούμενος μεγαλύτερος σύγχρονος ιστορικός. Κοινώς, πιστεύει πως δεν υπάρχει προϊστορία, ό,τι ανήκει σε αυτήν είναι ένα αχνό ιστορικό κομμάτι. Και ο Μπροντέλ, στο σημαντικό βιβλίο του οι «Μνήμες της Μεσογείου», προάγει πολύ διακριτικά την αρχή της ιστορίας του ανθρώπου (και της προϊστορίας του) στη Μεσόγειο. Η Μεσόγειος, θεωρητικά δεν αποκλείεται να υπήρξε το ενδιάμεσο της ενιαίας γης (Πανγαία – Παγγαία) και τόπος διάνοιξής της προς Λαυρασία και Γκοντβάνα που η δεύτερη δημιούργησε την Αφρική, υποτιθέμενο τόπο καταγωγής του πρώτου ανθρώπου. Και αν αυτός έχει ηλικία έως 3,5 εκατομ. χρόνια, όπως ισχυρίζονται κάποιοι ή μικρότερη, όπως και νάχει το πράγμα, το πλαίσιο της προϊστορίας του αρχίζει σε φάση υποχώρησης της πρόσφατης εποχής των παγετώνων (η οποία ως φαίνεται δεν τελείωσε ακόμα). Ως εκ τούτου, ασχέτως χρονολογίας, η ανάπτυξη της πρωτανθρώπινης ζωής δεν προκύπτει να είχε καλύτερη και πιο πρόσφορη επιλογή από το να εκπτυχθεί στη «μέση γη», που ήταν τόπος αρχέγονων μικρολιμνών και αβαθών θαλασσών. Αυτή μπορεί να οριστεί ως «ψυχή» της Τηθύος, οι ενδείξεις επι της οποίας συγκλίνουν ότι δονείτο στην ευαίσθητη, καλύτερη σε κλίμα πλην όμως γεωλογικά ασταθή ρηχή θαλάσσια περιοχή της διάνοιξης των μεγάλων τεκτονικών πλακών που επέφεραν τη Μεσόγειο θάλασσα. Το όνομα Μεσόγειος – μέση γη δεν αποκλείεται να είναι μια μνήμη. Μια πόλη της Μεσογείου, η Λυκόσουρα της Πελοποννήσου, η οποία απέχει 12 χιλιομ, νότια της Μεγαλόπολης, απετέλεσε κατά τον περιηγητή Παυσανία την πρώτη πόλη στον κόσμο, δημιούργημα των Πελασγών, ενός ιθαγενούς λαού της Μεσόγειου – Αιγαίου που ήταν κάτι σαν «Πελαργοί της θάλασσας» – έμποροι και πραματευτάδες. Οι έρευνες επί αυτών συγκλείνουν πως είχαν μάλλον αποβιβαστεί σε μεγάλο αριθμό στα Κύθηρα, λόγω γεωλογικών ασταθειών κι ενός μεγάλου κατακλυσμού σε Μεσόγειο – Αιγαίο. …
Τα Κύθηρα – Ελαφόνησος είχαν χαρακτηριστεί από τα παλιά σαν «η σέσουλα της Πελοποννήσου», ιδανικός τόπος αποβίβασης μεγάλου αριθμού ανθρώπων για πορεία στα ενδότερα. (βλ. μορφολογία, αφορισμοί Χίλωνα, Ηρόδοτος – συμβουλές Δημάρατου προς Ξέρξη, κ.λπ.). Στο σημείο αυτό της υποτιθέμενης απόβασης βρέθηκε πρόσφατα η παλαιότερη βυθισμένη πόλη του κόσμου, πιθανό επίκεντρο της Πελασγικής «επιδρομής» και αργότερα επίνειο της Πελασγο-Αρκαδικής υποδομής, στην καλούμενη σήμερα περιοχή «Παυλοπέτρι». Αυτή η βυθισμένη πόλη «Παυλοπέτρι» έχει όμως ηλικία «μόλις» 5.000 ετών. Και λέω, «μόλις», διότι πιο πάνω, στο Πελασγο-αρκαδικό που μετά έγινε Αρκαδο-λακωνικό βουνό, το Λύκαιο, βρίσκονται τα ερείπια της Λυκόσουρας, της οποίας η αρχή, όπως επισήμως αναφέρεται, χάνεται στο 8-10.0000 π.Χ.. Αν αληθεύει αυτό, προηγείται κατά μερικές χιλιάδες χρόνια από τον θεωρούμενο πρώτο ανθρώπινο οικισμό, της Τσατάλ Χουγιούκ (Μικρασία), και αρκετά περισσότερο της κτίσης των επίσης θεωρούμενων πρώτων πόλεων, Εριντού έως Ουρούκ και Ουρ, πατρίδα η τελευταία του Νώε και όλων μαζί κατακλυσμιαίων ανθρώπων της Μεσοποταμίας. Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη νομίζω κάποιος να αποδεχθεί πως στέκει η υπόθεση ότι η Μεσόγειος, λόγω των στενών του Ευξείνου και του Γιβραλτάρ, με το λιώσιμο των παγετώνων και τις γεωλογικές μεταβολές πλημμύρισε πρώτη (αργότερα έγινε η είσοδος νερών απο τα στενά του Άντεν – Περσικός). Στην πρωτοκαθεδρία της πλημμυρίδας της Μεσογείου εκ του Ατλαντικού και των μεγάλων αλλαγών, όπου τα πάνω ήλθαν κάτω (βλ.αμμώδεις έρημοι, κλίση Αφρικής, βύθιση «Ατλαντίδος» κ.λπ.) συντελεί και η ύπαρξη της Νεκρής θάλασσας που αποτελεί αρχέγονο θαλάσσιο λείψανο (η ηλικία της θάλασσας μετριέται από την περιεκτικότητα των αλάτων). Επίσης, η σχέση ευρημάτων Μεσόγειου – Δραβιδικού πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού στις περιοχών Μοχέντζο Ντάρο και Χαράπα, καθώς και η γλωσσολογική συγγένεια Ελλήνων με Χετταίους ή Ετέους (βλ. Ετεοκρήτες – Αληθείς Κρήτες), όπως και με Λύκιους και Ιρανούς που πέραν των προάριων Ινδών η δαιδαλώδης γραμμή συνάφειας φτάνει ως την Κίνα (με ίχνη και στην Ιαπωνία), συντελεί στην εκτίμηση ότι καταγωγή του ανθρώπου, έστω και αν υπήρξε στικτή (πιο πιθανό από Αφρικανο-κεντρική), δεν αποκλείεται να έχει ένα σημαντικό γενεσιουργό πυρήνα τη Μεσόγειο – Αιγαίο. Και η διάχυση του Μεσόγειου πρωτοπολιτισμού δεν συνέβη μόνο προς ανατολικά αλλά και προς βόρεια και δυτικά, καθώς οψιδιανός της Μήλου ανιχνεύεται στις βαλτικές χώρες των οποίων οι κάτοικοι ανήγαγαν την καταγωγή τους από τη θάλασσα (βλ. έθιμο της καύσης των αρχηγών σε πλωτό μέσο με πορεία προς το πέλαγος). Εάν κάποτε, μετά την αρχαϊκή σούπα και τις εποχές ζέστης και παγετώνων άναψε κατά κάποιο τρόπο κάπου ο ανθρωπομορφικός δαυλός, αυτός δεν αποκλείεται να είχε επίκεντρο της πυράς του το Αιγαίο. Η πόλη Λυκόσουρα προκύπτει από πολλές πτυχές σαν η αρχαιότερη πόλη στον κόσμο. Ο Αριστοτέλης αναφέρει τους Αρκάδες (Πελασγούς), «προσελήνιους», δηλαδή ότι υπήρχαν πριν δημιουργηθεί η σελήνη (αυτόχθονες). Εξ’ όλων αυτών των αναφορών και ευρημάτων, αναδύεται στον απλό άνθρωπο και μέτριο ερευνητή το εξής ερώτημα: Είναι όντως η Λυκόσουρα πόλη 10-12.000 χρόνων; Και αν πράγματι, ναι, γιατί σε σχέση με τα ευρήματα του Παυλοπέτρι οι αρχαιολόγοι μας δεν κάνουν σύγκλιση και τηρούν σιγή ιχθύος; Τι συμβαίνει και τα ευρήματα δεν συντίθενται σε μιαν υπόθεση – σενάριο, όπως γίνεται στην επιστήμη, και «θάβονται» ή δεν αξιοποιούνται; Υπάρχει φόβος μήπως δημιουργήσει αναστάτωση ότι ο Αδάμ, ο αδαμάντινος άνθρωπος, προήλθε από το χώρο του Αιγαίου; Ας μας απαντήσει τουλάχιστον κάποιος αρχαιολόγος: Είναι όντως η Λυκόσουρα πόλις άνω των 10.000 χρόνων; του Σωτήρη Γλυκοφρύδη
Στο μικρό μουσείο της Λυκόσουρας υπάρχει ένα σύμπλεγμα από αγάλματα, που παριστάνουν τη Δήμητρα, τη Δέσποινα, την Άρτεμη και τον Άνυτο. Το έργο αυτό είναι του γλύπτη Δαμοφώντα, από την Μεσσηνία.
Η Λυκόσουρα βρίσκεται στα νότια του Νομού Αρκαδίας, σε μικρή απόσταση από την Αρχαία Ολυμπία και 7 χιλιόμετρα δυτικά της Μεγαλόπολης. Ιδρυτής θεωρούνταν ο Λυκάων, που την κατέστησε έδρα των βασιλέων της Αρκαδίας. Ο Παυσανίας την αναφέρει ως την πρώτη πόλη που χτίστηκε και την οποία οι άνθρωποι πήραν ως υπόδειγμα για τις άλλες πόλεις. Στις μέρες του όμως είχε πολύ λίγους κατοίκους. Στη Λυκόσουρα υπάρχουν σημαντικά αρχαία μνημεία που μαρτυρούν την ακμή της πόλης. Ένα από αυτά είναι ο ναός της Δεσποίνης, σημαντικό κέντρο λατρείας των Αρκάδων. Κατά την μυθολογία, αυτή η Δέσποινα ήταν κόρη της θεάς Δήμητρας. Η μυθική παράδοση αναφέρει, όπως είδαμε και σε άλλο σημείο της μελέτης, πως όταν κάποτε η Δήμητρα πέρασε από την Αρκαδία αναζητώντας τη χαμένη Περσεφόνη, την είδε ο Ποσειδώνας και την ερωτεύτηκε. Η θλιμμένη θεά, για να αποφύγει τον Ποσειδώνα, που μόνο ταραχές και αναστάτωση ήξερε να δημιουργεί, είτε ήταν στη θάλασσα είτε στη στεριά, μεταμορφώθηκε σε φοράδα και κρύφτηκε μέσα σ’ ένα στάβλο. Ωστόσο ο Ποσειδώνας τυφλωμένος απο τον ακατασίγαστο πόθο του, μεταμορφώθηκε κι αυτός σε άλογο και μπήκε στον ίδιο στάβλο. Η Δήμητρα μπορεί να μην βρήκε την χαμένη Περσεφόνη, ύστερα όμως από την ένωσή της με τον Ποσειδώνα έφερε στον κόσμο μία νέα κόρη . Το όνομά της δεν διασώθηκε σε καμία πηγή, γιατί ήταν απόρρητο, αλλά οι Αρκάδες την αποκαλούσαν Δέσποινα. Ο αφιερωμένος σε αυτήν ναός στη Λυκόσουρα ήταν ιδιαίτερα σεβαστός απ’ όλους τους Πελοποννήσιους, γι’ αυτό και όταν το 368 π.Χ οι Λυκοσουρείς κλείστηκαν μέσα, αντιτιθέμενοι στην εγκατάλειψη της πατρογονικής τους εστίας και στην μετακόμιση τους στην Μεγαλόπολη, δεν παρενοχλήθηκαν από κανένα. Ανακαλύφθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα π.Χ. στο λόφο που ήταν παλιότερα γνωστός ως “¨Παλιόκαστρο της Στάλας”. Μέσα στο ναό υπήρχε ένα εντυπωσιακό μαρμάρινο σύμπλεγμα, φιλοτεχνημένο από τον Μεσσήνιο γλύπτη Δαμοφώντα, που παρίστανε τη Δήμητρα και τη Δέσποινα καθισμένες δίπλα δίπλα σε διθέσιο θρόνο, και πλαισιωμένες από την Άρτεμη συνοδευόμενη από ένα κυνηγόσκυλό της και τον Τιτάνα Άνυτο που ανέθρεψε την Δέσποινα.
Τμήματα του έξοχου αυτού καλλιτεχνήματος ήρθαν στο φώς από την αρχαιολογική σκαπάνη του αρχαιολόγου Κώστα Κουρουνιώτη στις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε κτίστηκε και το μικρό μουσείο που υπάρχει εδώ και στο οποίο μπορεί να δεί κανείς τα σωζόμενα κομμάτια του συμπλέγματος, καθώς και μια συνολική αναπαράσταση. Μπορεί ακόμα να δεί κανείς τα θεμέλια του ναού, τα θεμέλια του μνημειώδους βωμού της Δέσποινας, που ονομαζόταν μέγαρον, τα θεμέλια μιας μεγάλης στοάς στην άλλη πλευρά του ναού, τα σκαλάκια δίπλα στο ναό, που πρέπει να χρησιμοποιούνταν αντί εδωλίων για τους θεατές των ιεροπραξιών και δεκάδες σκόρπια μάρμαρα τριγύρω. Σώζονται επίσης στη θέση τους το βάθρο πάνω στο οποίο ήταν στημένο το σύμπλεγμα του Δαμοφώντος και πολλές βάσεις αγαλμάτων με τις αναθηματικές επιγραφές τους. Στη βάση του λόφου λίγα μέτρα πιο δυτικά, μπορεί να δεί κανείς μία εντυπωσιακή κρηνική κατασκευή, που ανήκε πιθανότατα στο αρχαίο ξενοδοχείο όπου έμεναν οι επισκέπτες, καθώς και πολλά τμήματα από τα τείχη της πόλης. Εκτός απο τη Δέσποινα λατρευόταν στην πόλη η Άρτεμις ηγεμών, ο Πάν και η Αθηνά. Τα ιερά τους βρίσκονταν γύρω από το ιερό της Δέσποινας. Την ίδια πόλη δυστυχώς δεν μπορεί να τη δεί ο επισκέπτης, γιατί τα ερείπιά της παραμένουν μέχρι σήμερα σκεπασμένα από ένα δάσος με πουρνάρια.
Το Ιερό της Δέσποινας Ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Λυκόσουρας βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αρκαδίας, στην ανατολική πλευρά του Λυκαίου όρους, μέσα σε καταπράσινο και ειδυλλιακό περιβάλλον. Απέχει 49 χλμ. από Τρίπολη και 12 χλμ. από την Μεγαλόπολη. Το ιερό της Δέσποινας στη Λυκόσουρα ήταν ένα σύμπλεγμα βωμών και ναών αφιερωμένων σε διάφορες θεότητες. Όμως κορυφαία ήταν ο ναός και το μέγαρο της Δέσποινας. Εκεί γίνονταν από πολύ παλιά απόκρυφη οργιαστική γιορτή, με αναπαράσταση της γέννησης του Δία, όπου λάμβαναν μέρος έφηβοι υποδυόμενοι τους Κουρήτες και Κορύβαντες, που χόρευαν με ενθουσιασμό κραδαίνοντας όπλα και βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει ναό, περίβολο, το “μέγαρο”, μεγάλη στοά, υπολείμματα Λουτρών, και τους βωμούς της Δέσποινας, της Δήμητρας και της Μεγάλης Μητρός. Τα σωζόμενα ερείπια είναι του 2ου αι. π.Χ. Στο ναό της Δέσποινας υπήρχε το βάθρο του περίφημου “συντάγματος”του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντα (σύμπλεγμα των κολοσσιαίων αγαλμάτων της Αθηνάς, της Δήμητρας, της Αρτέμιδας και του τιτάνα Ανύτου) του 2ου π.Χ. αι. Το μέγαρο της Δέσποινας, ένα ναόμορφο οικοδόμημα-βωμός, ήταν ένας ιερός χώρος όπου γίνονταν τελετουργίες και μυστηριακές θυσίες. ΝΔ. του μεγάρου υπάρχει κρηνικό κτίσμα από μεγάλες ορθογονισμένες πέτρες. Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο Λυκόσουρας. Οι ανασκαφές έγιναν το 1903 από την Αρχαιολογική Εταιρεία. Η Δέσποινα ήταν από τις αρχέγονες χθόνιες θεότητες, προς τιμήν της οποίας γίνονταν μστηριακές λατρευτικές τελετές, τις οποίες καθώς και το όνομά της γνώριζαν μόνο οι μυημένοι σε αυτές. “Δέσποινα” δεν ήταν το κύριο όνομα της θεάς αλλά επίθετο με το οποίο την προσαγόρευαν. Τελικά όμως η Δέσποινα θα πρέπει να ήταν η Περσεφόνη, κόρη του Ποσειδώνα και της Δήμητρας: “…ταύτην μάλιστα θεών σέβουσιν οι Αρκάδες την Δέσποιναν, θυγατέρα δε αυτήν Ποσειδώνος φασίν είναι και Δήμητρος. Επίκλησις ες τους πολλούς εστιν αυτή Δέσποινα, καθάπερ και την εκ Διός Κόρην επονομάζουσιν, ιδία δε εστίν όνομα Περσεφόνη, καθά Όμηρος και έτι πρότερον Πάμφως εποίησαν. Της δε Δεσποίνης το όνομα έδεισα ες τους ατελέστους γραφείν.” Δηλαδή, “Οι Αρκάδες σέβονται και τιμούν αυτή τη Δέσποινα περισσότερο από τους άλλους θεούς, γιατί τη θεωρούν θυγατέρα του Ποσειδώνα και της Δήμητρας. Οι περισσότεροι ονομάζουν αυτή τη θεά Δέσποινα όπως και αυτή που εγεννήθη από το Δία (και τη Δήμητρα) ονομάζουν Κόρη, όμως το όνομά της είναι Περσεφόνη, όπως έγραψαν ο Όμηρος και ακόμη παλιότερα ο Πάμφως στα ποιήματά τους. Το όνομα της Δέσποινας φοβήθηκα να το γνωστοποιήσω στους αμύητους.” Η Δέσποινα ήταν άρρηκτα δεμένη με την Αρκαδική λατρεία. Κατείχε ξεχωριστή θέση μεταξύ των αρκάδων θεών και για το λόγο αυτό και υπήρχε συνέχεια από τη μια εποχή στην άλλη. Αυτό διαφαίνεται ανάγλυφα τόσο στα διάφορα ευρήματα που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές εποχές, όσο και στο τεραστίου μεγέθους σύμπλεγμα του Δαμοφώντα, όπου συνδέεται η σύγχρονη τέχνη του με την αρκαδική παράδοση.
Κεφαλή Αρτέμιδος Κεφαλή της Αρτέμιδος. Βρέθηκε στο ιερό της Δέσποινας, στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας. Λείπει το πάνω τμήμα στο πίσω μέρος του κρανίου. Αποκρούσεις υπάρχουν στη μύτη, στο στόμα και στο αριστερό μάγουλο. Με γύψο έχει συμπληρωθεί ένα τμήμα του μετώπου και των μαλλιών πάνω από το δεξί μάτι. Η θεά φέρει στεφάνη. Στις οπές που διακρίνονται στα αυτιά και στους κροτάφους θα στερεώνονταν πρόσθετα μετάλλινα κοσμήματα. Τα μάτια ήταν ένθετα. Ο κορμός και τμήματα των άκρων της Aρτέμιδος φυλάσσονται στο Μουσείο της Λυκόσουρας. Ύψος: 0,48 μ.
Αγαλμάτιο Τριτωνίδος από τη διακόσμηση του θρόνου των θεαινών. Βρέθηκε στο ιερό της Δέσποινας, στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας. Συγκολλημένο και συμπληρωμένο σε μερικά σημεία. Το αγαλμάτιο αυτό μαζί με άλλα τρία (αρ. ευρ. Γ2171, Γ2172, Γ2174) διακοσμούσαν τον μεγάλο θρόνο της Δέσποινας και της Δήμητρας. Οι Τριτωνίδες, γυναικείες θαλάσσιες θεότητες, παριστάνονται να φέρουν στο κεφάλι κυκλικές κίστες. Αποτελεί αντίγραφο του 1ου αι π.Χ., το οποίο αντικατέστησε μία παλαιότερη κατεστραμμένη αντίστοιχη μορφή. Ύψος: 0,51 μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου